Eλληνικότητα και πολιτικά κόμματα

Λαοκράτης Βάσσης

α. Θα προτάξω της κατάθεσης των απόψεών μου μια κρίσιμη παρατήρηση και μια ακόμη πιο κρίσιμη διευκρίνιση.

  • Η παρατήρηση: Η πολιτική πολιτισμού δεν ήταν και δεν είναι, δυστυχώς, ζήτημα προτεραιότητας στη μεταπολιτευτική πολιτική μας ζωή. Όχι μόνο δεν είναι η βάση, όπως θα έπρεπε, αλλά δεν είναι ούτε και μια απ’ τις βασικές διαστάσεις της όποιας διακηρυσσόμενης και πολύ περισσότερο της όποιας εφαρμοζόμενης πολιτικής στον τόπο μας.
         Παρά τις μεγάλες και αλληλοπροσδιοριζόμενες προκλήσεις της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης και της συντελούμενης παγκοσμιοποίησης, πολιτιστικές κατεξοχήν προκλήσεις, που θα έπρεπε να είχαν ταρακουνήσει την πολιτική και συνολική διανόησή μας, το σύγχρονο πολιτιστικό μας πρόβλημα δεν αντιμετωπίστηκε ως το μείζον ή έστω ως μείζον πρόβλημά μας, έτσι ώστε να έχουμε ορίσει τις πολιτιστικές συντεταγμένες μας και να πορευόμαστε με πολιτιστική πυξίδα προσανατολισμού σ’ αυτό το ομιχλώδες γύρισμα (μετανεωτερική καμπή) των δίσεκτων καιρών μας.
  • Η διευκρίνιση: Η ελληνικότητα είναι μια εξόχως αμφιλεγόμενη έννοια. Για να διευκρινίσουμε το περιεχόμενό της, πρέπει να τονίσουμε πως δεν είναι δόγμα, όπως δεν είναι και ο ελληνισμός θρησκεία. Ως βαθύτερη ουσία της ελληνικής πολιτιστικής ιδιαιτερότητας, είναι «αεί κτιζομένη», ένα συνεχές, πολυδιάστατο και πολύχρωμο γίγνεσθαι, ασύμβατο με κανονιστικού χαρακτήρα ρυθμίσεις, καθώς ενσωματώνει… ακόμα και τις αρνήσεις της.
         Πρόκειται για εκτυλισσόμενο μαγικό υφάδι, που διαπερνά όλες τις περιόδους του ελληνισμού, για ένα μοναδικό άρωμα πολιτισμού και ζωής που αναδίδει ο ελληνικός «τρόπος του υπάρχειν». Που, χάρη στα αξιακά του φορτία, διεμβολίζει το νοσηρό δίπολο των ελληνοκεντρικών φετιχοποιήσεων και των αντιελληνοκεντρικών αρνήσεων, μαζί με όλα τα εθνικιστικά και αποεθνοποιητικά τους συμπαρομαρτούντα.

β. Με το ελπιδοφόρο ξεκίνημα της Μεταπολίτευσης φάνηκε πως βρίσκουμε, έστω και χωρίς χαραγμένη πολιτιστική στρατηγική, τα σωστά πολιτιστικά μας «πατήματα» προς το μέλλον, αφήνοντας πίσω τα (ευτελισθέντα απ’ τη χούντα των συνταγματαρχών) στερεότυπα της πάντοτε προβληματικής «εθνικής ιδεολογίας» μας. Απλώς όμως φάνηκε. Γιατί, παρά τις κάποιες απόπειρες πολιτιστικού εξορθολογισμού, δεν αναζητήθηκαν οι πολιτιστικές ρήτρες, που θα θεμελίωναν τη βάση της συνολικής εθνικής μας στρατηγικής, όπως και την πολύ κρίσιμη βάση της παιδείας, που πρωτίστως αυτή ορίζει την πολιτιστική υπόσταση και προοπτική κάθε λαού.
     Με την Αριστερά (αυτο)περιθωριοποιημένη (και με ψευδαισθήσεις… πολιτιστικής πρωτοπορίας!), την πολιτιστική αμηχανία της Νέας Δημοκρατίας διαδέχτηκε, παρά τις αρχικές εθνο/πατριωτικές ιαχές, η ίδια κατά βάθος πολιτιστική αμηχανία του Πα.Σο.Κ. ΄Ωσπου, με την «εκσυγχρονιστική» μετάλλαξή του στη Σημιτική περίοδο, έτεκεν… ένα συνακόλουθο ιδεολογηματικό υποκατάστατο πολιτικής στρατηγικής (σε «νεοταξική» ιδεολογική κατεύθυνση), που επέτεινε έτι περαιτέρω, ιδίως στο χώρο της παιδείας, την πολιτιστική μας σύγχυση.
     Πρόκειται για έναν μετεωρισμό της μεταπολιτευτικής πολιτιστικής μας ζωής μεταξύ των νοσηρών πολιτιστικών πόλων που συνθέτουν τα ελληνοκεντρικά υπολείμματα της «εθνικής ιδεολογίας» μας απ’ τη μια μεριά και τα αντιελληνοκεντρικά «εκσυγχρονιστικά» ιδεολογήματα απ’ την άλλη. Τα Κόμματά μας μάλιστα, τεμνόμενα στα εθνο/πολιτιστικά τους οριζοντίως, αλληθωρίζουν συχνά και προς τους δυο αυτούς πόλους. Έτσι που, για παράδειγμα, οι «εκσυγχρονιστές» του Πα.Σο.Κ… να είναι ιδεολογικά συγγενέστεροι με τους Μάνο – Ανδριανόπουλο και με τους νεοφιλελεύθερους της Ν.Δ παρά με τους «συντρόφους» τους του λεγόμενου πατριωτικού Πα.Σο.Κ.

γ. Η κακή σχέση των πολιτικών μας Κομμάτων με τον πολιτισμό και την ελληνικότητα, κακή τελικά σχέση με την ίδια την πολιτιστική μας ιθαγένεια, άφησε τον τόπο μας χωρίς πολιτιστική στρατηγική σε μια πολύ κρίσιμη για το μέλλον των πολιτιστικών ιδιαιτεροτήτων περίοδο. Με αποτέλεσμα να είμαστε ανοχύρωτοι μπροστά στην κατακλυσμιαία υποκουλτούρα των καιρών, αλλά και να επικαλύπτονται τα κενά πολιτιστικής στρατηγικής περίπου…δια της υφαρπαγής απ’ τους προειρημένους και αλληλοτροφοδοτούμενους νοσηρούς πόλους. Όπως αυτό φάνηκε πολύ καθαρά και στη θορυβώδη διαμάχη γύρω απ’ το καλώς αποσυρθέν βιβλίο ιστορίας της Στ΄ Δημοτικού.
     Μια ακόμη άγονη και παραπλανητική διαμάχη, που καθόλου δεν μας βοήθησε, καθώς δεν φωτίσαμε το βάθος της, να συνειδητοποιήσουμε πως δεν νοείται ελληνική παιδεία χωρίς ελληνική πολιτιστική πολιτική παιδείας, ούτε πολύ περισσότερο ελληνική στρατηγική σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης χωρίς ελληνική πολιτιστική στρατηγική γι’ αυτές τις συνθήκες. Και δεν έχουμε προφανώς συνειδητοποιήσει πως η συντελούμενη γκρίζα παγκοσμιοποίηση αναδεικνύει ως πρώτη προτεραιότητα, ως στρατηγική προτεραιότητα, την πολιτική πολιτισμού των εθνικών συλλογικοτήτων και δι’ αυτής τη σωστή τους άμυνα στην επελαύνουσα πολιτιστική ισοπέδωση.

δ. Που σημαίνει πως η ελληνικότητα, με το αναπέμπον στον ευρωπαϊκό και οικουμενικό ορίζοντα αξιακό της βάθος, επανέρχεται με όρους στρατηγικής αναγκαιότητας στην πολιτική μας ζωή. Γιατί ο ουσιαστικός ρόλος των Κομμάτων μας, προπαντός η ιδεολογική τους ηγεμονία, θα είναι πρωτίστως συνυφασμένος με τον ουσιαστικό πολιτιστικό τους ρόλο. Καθώς, στους γκρίζους καιρούς μας, η πολιτιστική πρωτοπορία θα είναι η βαθύτερη ουσία της πολιτικής πρωτοπορίας και συνακόλουθα ο πρωταρχικός όρος της ιδεολογικής ηγεμονίας κάθε αληθινά ελπιδοφόρας πολιτικής δύναμης.
     Οπότε, εκκαθαρίζοντας τους ιδεολογικούς λογαριασμούς τους με τον «νεοταξικό» κοσμοπολιτισμό τα αστικά κόμματά μας και με τον «μεταφυσικό» διεθνισμό τα αριστερά, οφείλουν να αναπροσδιορίσουν δημιουργικά τη σχέση τους με την ελληνική πολιτιστική μας ιθαγένεια, ως θεμελιώδες προαπαιτούμενο για τη συμβολή τους στη χάραξη της κατεπειγόντως ζητουμένης πολιτικής πολιτισμού στην ανηφοριά του 21ου αιώνα.
     [...]Η πρόσφατη πνευματική δημιουργία μας, αν δεν θέλουμε να ανατρέξουμε σε παλαιότερες φάσεις της, μας δίνει τη «μαγιά», τις αξιακές συντεταγμένες αυτής της πολιτικής. Και μας δίνει, επί της ουσίας, τις ίδιες συντεταγμένες είτε είναι «αστική» (Σεφέρης – Ελύτης) είτε είναι «αριστερή» (Ρίτσος – Βρεττάκος), κατά τις γεναρχικές πάντοτε διδαχές των Ρήγα-Σολωμού-Κάλβου-Μακρυγιάννη.-

Απ’ το βιβλίο: Λαοκράτης Βάσσης - Κριτική και Πολιτική ΠΕΡΙΔΙΑΒΑΣΗ, εκδ. ΤΑΞΙΔΕΥΤΗΣ