Παγκοσμιοποίηση, εθνικό κράτος και ταυτότητες

Λαοκράτης Βάσσης

Το θέμα μας είναι προκλητικά ενδιαφέρον. Είναι όμως και απέραντο. Γι’ αυτό και η περιληπτική προλογική μου παρέμβαση περιλαμβάνει δέκα γραπτά σημεία, που κατατίθενται ως αφετηριακή συμβολή μου αλλά και ως εναύσματα για μια εντός πλαισίου, έστω γενικού, συζήτησή μας, που μακάρι να είναι γόνιμη και αμοιβαίως διαφωτιστική.

1. Η συντελούμενη παγκοσμιοποίηση δεν είναι μύθος και ιδεολόγημα. Είναι συγκεκριμένη πραγματικότητα με πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και προφανώς ένα ακόμη στάδιο στην πορεία της «καπιταλιστικής ολοκλήρωσης». Που σημαίνει πως δεν είναι μια πολιτικά ουδέτερη πραγματικότητα, με δυνατότητες να οδηγηθεί σε θετική ή σε αρνητική κατεύθυνση. Η ενσυνείδητη ή υποσυνείδητη συσχέτιση με έννοιες όπως η παγκοσμιότητα ή η οικουμενικότητα, αλλά και με οραματικές εξιδανικεύσεις μιας χωρίς σύνορα πανανθρώπινης κοινότητας, δεν αλλάζουν το χαρακτήρα του συγκεκριμένου παγκοσμιοποιητικού φαινόμενου. Σε κάθε περίπτωση δεν μπορούμε να μιλάμε ή να προσδοκούμε άλλη παγκοσμιοποίηση, μια καλή, ας πούμε, παγκοσμιοποίηση. Το κάτι άλλο, το καλό, αν έρθει, θα αποδοθεί και με άλλο όρο.

2. Ως συγκεκριμένο, λοιπόν, στάδιο στην εξέλιξη του καπιταλιστικού φαινομένου, ίσως ως στάδιο-σταθμός, που σηματοδοτεί και το τέλος της νεωτερικότητας, έχει ιστορία, ακόμη και προϊστορία. Έχει δηλαδή ρίζες στο δυτικό παρελθόν, αλλά και ιδεολογικό πυρήνα που την προσδιορίζει και που προφανώς δεν είναι ανεξάρτητος απ’ τις ίδιες τις συντεταγμένες της νεωτερικής και κατ’ επέκταση της μετανεωτερικής πραγματικότητας. Με άλλα λόγια, η παγκοσμιοποίηση δεν είναι ένα επιφαινόμενο ή μια αμφίστομη κατάκτηση, αλλά ένα σύνθετο φαινόμενο, μια σύνθετη διαδικασία και φάση στην εξέλιξη της ίδιας της δυτικής πραγματικότητας.

3. Στην καρδιά του ιδεολογικού της πυρήνα βρίσκεται η εργαλειακή ορθολογικότητα, όπως την αποκαλεί ο Μαξ Βέμπερ, και μαζί της η χρηστική αντίληψη της γνώσης, που με αρχετυπική αφετηρία στη ρωμαϊκή σκέψη και φιλοσοφία ζωής, συγκρούεται με την αρχαιοελληνική θεώρηση και θεωρία ζωής, που βλέπει τη γνώση πρωτίστως ως αισθητική και ηθική αξία, αφού αντιμετωπίζεται ως μέσο που οδηγεί στο «καλόν» και το «αγαθόν» και όχι ως μέσο που παράγει ό,τι είναι χρήσιμο. Στην καρδιά επίσης του ιδεολογικού της πυρήνα βρίσκεται η υπερτίμησή των νοητικών ικανοτήτων αλλά και η ατομοκρατορία, με ό,τι αυτά συνεπάγονται. Και συνεπάγονται τη θεοποίηση της τεχνολογίας, την ατομικιστική στάση ζωής, την καταστροφή της φύσης και την προϊούσα αλλοτρίωση της ανθρώπινης φύσης, για να μείνουμε στα πολύ βασικά.

4. Η σύνθετη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης διαπλέκεται και με την εξίσου σύνθετη διαδικασία υπέρβασης του εθνικού κράτους, με αλυσιδωτές, σταθμιζόμενες και αστάθμητες, επιπτώσεις στην πορεία των ρευστοποιούμενων εθνικών συλλογικοτήτων και της ανθρωπότητας στο σύνολό της, καθώς ρευστοποιούνται και οι με βάση τα εθνικά κράτη λειτουργούντες διεθνείς θεσμοί και μαζί τους όλο το σύστημα διεθνών ισορροπιών, ρευστοποιώντας έτσι και την όποια περί διεθνούς νομιμότητας εδραιωμένη αντίληψη. Περνάμε απ’ το κυρίαρχο στο περιορισμένης κυριαρχίας κράτος, με κλιμακούμενες επιπτώσεις παντού, κυρίως όμως στην εργασία, στην ασφάλεια και στις πολιτιστικές ταυτότητες (ιδιαιτερότητες). Στη διαμορφούμενη νέα πραγματικότητα, που προκύπτει περίπου με όρους φυσικού φαινομένου, το έθνος, που, είτε κατασκευάστηκε απ’ το κράτος είτε, όπως στην ελληνική περίπτωση, προϋπήρχε του κράτους, κινήθηκε με όχημα το κράτος, «καλείται τώρα να ταξιδέψει μόνο του, στηριζόμενο στο πολιτισμικό του έρμα» (Γιώργος Κοντογιώργης). Παραλλήλως το συρρικνούμενο κράτος θα πρέπει να αναζητήσει πέραν του έθνους τη νέα συνεκτική του ταυτότητα, που, όπως δείχνει η εξέλιξη των πιο προηγμένων χωρών της Δύσης, μάλλον θα είναι πολιτειακής υφής.

5. Τούτων ή περίπου τούτων δοθέντων, το καλώς ή κακώς δεν τα αλλάζει, θα σταθώ ειδικότερα σ’ αυτό που θεωρώ μείζον για μας και που δεν είναι άλλο απ’ το μέλλον της ελληνικής πολιτιστικής ταυτότητας στην τροχιά της παγκοσμιοποίησης, οι διαδικασίες της οποίας, σίγουρα θα λειτουργούν όλο και πιο ισοπεδωτικά στην πολιτιστική σφαίρα της ζωής, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως παγκοσμιοποίηση και πολιτιστικές ταυτότητες είναι σε κάθε περίπτωση ασύμβατα μεγέθη, υπό την έννοια πως κάποια παγκοσμιοποιητική αρχή απεργάζεται την ομογενοποιητική ρευστοποίηση και ισοπέδωση των πολιτιστικών ιδιαιτεροτήτων. Είναι όμως, εξ αντικειμένου, τόσο αρνητικές οι συνθήκες παγκοσμιοποίησης, ώστε θα δυσκολεύουν όλο και πιο πολύ οι όροι επιβίωσης και περαιτέρω εξέλιξής τους, ενώ, στο βαθμό που αυτές θα έχουν και αντιπαγκοσμιοποιητικά προτάγματα, στις εξ αντικειμένου συνθήκες θα προστίθενται και οργανωμένες πολιτικές διάβρωσής τους απ’ τα παγκοσμιοποιητικά κέντρα ισχύος. Κι οι εξ αντικειμένου αρνητικές συνθήκες θα γίνονται ακόμα πιο δύσκολες, όσο θα λείπει η σωστή πολιτιστική πολιτική άμυνας των εθνικών πολιτιστικών συλλογικοτήτων.

6. Πριν έρθω στα της δικής μας πολιτιστικής πολιτικής, θα ήθελα να προτάξω ένα κρίσιμο ιστορικό δεδομένο και μια αυτονόητη αλήθεια. Το κρίσιμο δεδομένο, που το σημείωσα ήδη, είναι το ότι στην ελληνική περίπτωση το έθνος δεν «κατασκευάστηκε» απ’ το κράτος, αλλά προϋπήρξε κάποιες δεκάδες αιώνων πριν απ’ τη νεωτερικότητα, με αδιαμφισβήτητη τη λειτουργική του υπόσταση (το όμαιμον, το ομόγλωσσον, το ομόθρησκον, τα ομότροπα ήθη των Ελλήνων κατά τον Ηρόδοτο, Η,144) και την αδιάσπαστη ιστορική του συνέχεια. Το Νεοελληνικό, το ελλαδικο κράτος απ’ την αφετηρία του ήταν μια περιορισμένη έκφραση του ελληνισμού. Που σημαίνει πως ο εντός συνόρων ελλαδισμός και ο χωρίς σύνορα ελληνισμός ούτε ταυτίστηκαν ούτε ταυτίζονται, για να μην αναφερθούμε και στις «δυσκολίες» της σχέσης τους. Σε κάθε περίπτωση, και χωρίς αυτό να σημαίνει υποτίμηση του πολιτιστικού ρόλου του σύγχρονου κράτους, είναι χρήσιμο να θυμόμαστε πως η ελληνική πολιτιστική ταυτότητα, με τις δημιουργικές μεταμορφώσεις της στις μεγάλες περιόδους της ιστορίας της, έχει ταξιδέψει και χωρίς τη σκέπη ανεξάρτητης ελληνικής πολιτείας. Και πρέπει να θυμόμαστε, γιατί, στην προοπτική της παγκοσμιοποίησης, μάλλον πρέπει να αρχίσουμε να σκεπτόμαστε με όρους ελληνισμού και όχι με όρους ελλαδισμού.

7. Κι έρχομαι στην αυτονόητη αλήθεια. Για να αντέξει μια πολιτιστική ταυτότητα, πρέπει να αξίζει να αντέξει. Πρέπει το αξιακό της σύστημα να κομίζει κάτι διαφορετικότερο και ποιοτικότερο απ’ αυτό που κομίζει η παγκοσμιοποίηση. Και πρέπει αυτό το αξιακό σύστημα να είναι λειτουργικό, να είναι ζων και όχι φολκλορικής χρήσης. Που σημαίνει πως δεν μπορεί να σταθεί μια πολιτιστική ταυτότητα που δεν λειτουργείται και μαζί του δεν μπορεί να σταθεί και η πολιτιστική συλλογικότητα που έφτασε ως εδώ με το αξιακό και χάρη στο αξιακό της σύστημα. Αλλιώς, αν τα μέλη μιας πολιτιστικής συλλογικότητας έχουν ενσωματωθεί στο αξιακό-ιδεολογικό σύστημα ζωής της παγκοσμιοποίησης, αν το εκπαιδευτικό σύστημα έχει αλλοτριωθεί και εκχωρηθεί, αν η πολιτεία η ίδια έχει στα βαθύτερα εκχωρηθεί, το όποιο ενδιαφέρον για την πολιτιστική ιδιαιτερότητα δεν θα έχει αντίκρισμα. Πιο απλά, καμιά πολιτιστική ταυτότητα δεν «σώζεται» αν η αξιακή της βάση δεν είναι τρόπος ζωής της φέρουσας (αυτή την ταυτότητα) πολιτιστικής συλλογικότητας. Όχι θεωρίες, όχι φολκλορικές πανηγύρεις, αλλά τρόπος ζωής.

8. Εμείς οι ΄Ελληνες, κι αυτό ούτε καθ’ υποψίαν πρέπει να συσχετισθεί με «ελληνολατρικές» και «ελληνοκεντρικές» αφέλειες, έχουμε πλούσια πνευματική παρακαταθήκη (αρχαία, βυζαντινή, νεότερη), που δεν την αξιοποιούμε, και ζώσα-λειτουργούμενη πολιτιστική ιδιαιτερότητα, που την κακοποιούμε. Τα προτάγματα μάλιστα και της πνευματικής μας παρακαταθήκης και της ταυτότητάς μας, απολύτως ομόρροπα και συνυφαινόμενα, βρίσκονται στον αντίποδα αυτών της παγκοσμιοποίησης και είναι καλή πυξίδα για να βγούμε απ’ τα αδιέξοδά της, πριν απορρυθμιστεί αθεράπευτα η οικόσφαιρα και πριν αλλοτριωθεί επίσης αθεράπευτα η ανθρώπινη φύση και ύπαρξη. Κι είναι ως προς αυτά εξαιρετική η συνεισφορά του Ερατοσθένη Καψωμένου, όπως κατατίθεται στο βιβλίο του «Αναζητώντας το χαμένο ευρωπαϊκό πολιτισμό». Αναμφίβολα, η φιλοσοφική βάση μιας αντιπαγκοσμιοποιητικής, ας μου επιτραπεί ο όρος, στρατηγικής είναι απολύτως συμβατή με τις ελληνικές πολιτιστικές συντεταγμένες (ο ορθός λόγος αντί του εργαλειακού ορθολογισμού, η γνώση ως αισθητική και ηθική αξία αντί της χρηστικότητάς της, ο άνθρωπος ως πρόσωπο αντί του ατόμου και του ατομισμού, η ποιότητα αντί της ποσότητας, η ευδαιμονία ως πληρότητα αντί του υλικού ευδαιμονισμού, ο άνθρωπος σε αρμονία με τη φύση αντί του κατακτητή της…), χωρίς προφανώς ούτε ίχνος ιδιοκτησιακού χαρακτήρα αντίληψης γι’ αυτές τις συντεταγμένες και χωρίς επίσης προφανώς να παραγνωρίζεται και η συμβολή στην ίδια κατεύθυνση όλων των ανθρωποκεντρικών πολιτισμών.

9. Επειδή όμως, για να λέμε και τα αυτονόητα, δεν είναι γονιδιακής αιτιότητας η πολιτιστική μας επιβίωση, οι όροι και οι προοπτικές είναι πρωτίστως συνάρτηση μιας πολιτιστικής στρατηγικής βάθους και προοπτικής, που θα εκφράζει σωστά την πολιτιστική αγωνία της συλλογικότητάς μας και θα προσανατολίζει επίσης σωστά την πολιτιστική μας πλεύση στον ωκεανό της παγκοσμιοποίησης. Μιας στρατηγικής όμως όχι ελλαδικής κλίμακας αλλά κλίμακας ελληνισμού, οικουμενικής δηλαδή, με συλλογικό υποκείμενο προώθησης και πραγμάτωσής της όχι μόνο τον ελλαδικό αλλά και τον όπου γης ελληνισμό. Πριν κλείσω με κάποιες γενικές νύξεις για την πολιτιστική αντίσταση στην παγκοσμιοποίηση, θα ήθελα ως προς τα καθ’ ημάς απλώς να υπομνήσω πως όσο δεν αξιοποιούμε την πνευματική μας κληρονομιά, πατώντας σωστά σε όλο το πνευματικό μας παρελθόν, άρα βγάζοντας απ’ το λαιμό μας την «Οθωνο-βαυαρική» θηλειά της αρχαιολατρείας, και όσο συνεχίζουμε να κακοποιούμε την πολιτιστική μας ιδιαιτερότητα, εκχωρούμενοι στην αμερικάνικη υποκουλτούρα, θα βυθιζόμαστε όλο και περισσότερο ως «ηλίθιοι» Ελπήνορες στο τέλμα της «Κίρκης» του καταναλωτισμού και της γκρίζας ζώνης του πολιτιστικού μέσου όρου της παγκοσμιοποίησης.

10. Και κλείνω με το δέκατο και τελευταίο σημείο της προλογικής μου παρέμβασης.
      Αν είναι νόμος της εξέλιξης των κοινωνιών και της ανθρωπότητας οι ταυτόχρονες τάσεις της πολιτιστικής ομογενοποίησης και της πολιτιστικής διαφοροποίησης, δεν πρέπει να θεωρούμε μοιραία και αναπότρεπτη την πολιτιστική ισοπέδωση στην τροχιά της παγκοσμιοποίησης, όσο κι αν μοιάζει ακατανίκητη αυτή η δυναμική. ΄Ολες οι πολιτιστικές συλλογικότητες έχουν δυνατότητες αντίδρασης και αντίστασης, άλλοτε μικρότερες και άλλοτε μεγαλύτερες, υπό τον θεμελιώδη όμως όρο πως οι πολιτιστικές της ταυτότητες συγκροτούν πραγματικά και σε βαθύτερο επίπεδο, όπως γράφει ο Αντώνης Μακρυδημήτρης, «έναν τρόπο του υπάρχειν», ένα ζων, όπως ήδη έχουμε πει, και λειτουργούμενο πολιτιστικό πρότυπο ζωής, σωστά ανοιχτό, εννοείται, προς το δικό τους παρελθόν και το πνευματικό παρελθόν ολόκληρης της ανθρωπότητας, αλλά και σωστά ανοιχτό προς όλες τις αναμμένες εστίες του πανανθρώπινου πολιτιστικού παρόντος. Που σημαίνει με όρους γόνιμου πάντοτε και δημιουργικού «διαλόγου» και με το παρελθόν και με το παρόν όλων των εκφάνσεων του ανθρώπινου πολιτισμού. Κι επειδή η συντελούμενη παγκοσμιοποίηση, όπως ήδη σημειώσαμε, έχει συγκεκριμένα προτάγματα, που ορίζουν και προσδιορίζουν το εκμαυλιστικό αλλά και αδηφάγο καταναλωτικό πρότυπο ζωής του σύγχρονου δυτικού κόσμου, η αντίσταση σ’ αυτό το πρότυπο δεν μπορεί να έχει λογική αμυντικής περιχαράκωσης αλλά λογική εναλλακτικής προς αυτό πολιτιστικής πρότασης ζωής, που θα προκύψει από δεκάδες και εκατοντάδες μικρότερες και μεγαλύτερες εστίες πολιτιστικής αντίστασης σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη, χωρίς προφανώς να εξαιρούνται και οι ζώνες του ίδιου του δυτικού κόσμου. Είναι μεγάλος ο πειρασμός να αναφερθώ στις ορίζουσες της δικής μας πολιτιστικής αντίστασης και συνεισφοράς στην εναλλακτική προς αυτήν της παγκοσμιοποίησης πολιτιστική πρόταση ζωής, στις ορίζουσες δηλαδή μιας πολιτιστικής στρατηγικής του ελληνισμού, αλλά η κλεψύδρα του χρόνου δεν μου το επιτρέπει. Θέλω να πιστεύω πως αυτό θα είναι ένα απ’ τα βασικά σημεία στα οποία θα επικεντρωθεί η συζήτησή μας.

Απ’ το βιβλίο: Λαοκράτης Βάσσης - Αναζητήσεις πολιτιστικής πολιτικής, εκδ. ΤΑΞΙΔΕΥΤΗΣ