Πολιτιστικές «ταυτότητες» και «παγκοσμιοποίηση»

Λαοκράτης Βάσσης

Επειδή, όπως σημειώνει και ο πολύς Σάμιουελ Χάντιγκτον, η ιστορία της ανθρωπότητας είναι ιστορία των πολιτισμών της, ο καθένας μας καταλαβαίνει γιατί ο πολιτισμός ή καλύτερα οι πολιτισμοί ήταν πάντοτε και θα είναι πολύ περισσότερο στις εκτυλισσόμενες συνθήκες παγκοσμιοποίησης στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της πολιτικής, της διανόησης και γενικότερα των ανήσυχων πολιτών όλων των κοινωνιών.

Και θα είναι πολύ περισσότερο στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος στις εκτυλισσόμενες συνθήκες παγκοσμιοποίησης, γιατί ανακύπτουν μείζονος σημασίας προβλήματα απ’ τους όρους και τα παρεπόμενα του παγκοσμιοποιούμενου πολιτιστικού ειδικότερα γίγνεσθαι, που σχετίζονται τόσο με τις κυρίαρχες πολιτικές και την παγκοσμιοποίηση της αμερικάνικης υποκουλτούρας όσο και με τις συνακόλουθες πολιτιστικές αγωνίες των μικρότερων κυρίως εθνικών συλλογικοτήτων, που στο βάθος μιας καθόλου απίθανης ρευστοποίησης των πολιτιστικών ιδιαιτεροτήτων έχουν κάθε λόγο να διαβλέπουν και να φοβούνται την αποσύνθεση των ίδιων τους των υποστάσεων.

Η συνθετότητα, βεβαίως, του πολιτιστικού γίγνεσθαι δεν αφήνει περιθώρια για υπεραπλουστεύσεις και απολυτότητες. Δεν μπορούμε, για παράδειγμα, αναδεικνύοντας τον υπαρκτό κίνδυνο της ομογενοποιητικής ισοπέδωσης, αυτό που έχει αποκληθεί χοάνη της ισοπεδωτικής βιομηχανικής κουλτούρας, να παραγνωρίζουμε την αντίρροπη τάση των πολιτιστικών διαφοροποιήσεων, εγγενή και αυτή στους πολιτισμούς, που διευκολύνει την αντίστασή μας στην ισοπέδωση μέσα από εμπνευσμένες πολιτικές πολιτισμού, που κατά προτεραιότητα την επιδιώκουν.

Γιατί, εντέλει, οι πολιτισμοί μόνο ανεξάρτητοι δεν είναι απ’ τις παγκοσμίως κυρίαρχες πολιτικές και τις επί μέρους πολιτικές στρατηγικές των εθνικών συλλογικοτήτων. Που σημαίνει πως η όποια τονιζόμενη ουδετερότητα του πολιτιστικού φαινομένου δεν πρέπει να μας οδηγεί σε αφελείς απόψεις περί πολιτικής του ουδετερότητας γενικώς, λες και είμαστε στον αυτόματο πολιτιστικό πιλότο της δήθεν πολιτικώς αθώας παγκοσμιοποίησης.

Ο χαρακτήρας και τα όρια της παρέμβασής μου με υποχρεώνουν να αντιπαρέλθω την πρόκληση να επεκταθώ, πέραν της απλής αναφοράς, στην κρίσιμη σχέση πολιτικής, πολιτισμών και παγκοσμιοποίησης ή στην ακόμη πιο κρίσιμη ιδεολογική «χρήση» των πολιτισμών στους δύσκολους καιρούς μας, κυρίως απ’ τους πρωταγωνιστές της παγκόσμιας ιστορικής σκηνής, που παρά ταύτα δε χάνουν ευκαιρία να την καταγγέλλουν ως απαράδεκτη. Ούτε όμως και χρειάζεται να επεκταθώ, αφού επαρκέστερον εμού θα το πράξουν οι εκλεκτοί μας εισηγητές, όπως οι τίτλοι των εισηγήσεών τους προαγγέλλουν και το πνευματικό τους διαμέτρημα εγγυάται. Θα μου επιτραπεί όμως να θίξω δι’ ελαχίστων τη δική μας πολιτιστική αγωνία, τη χρόνια ελληνική πολιτιστική αγωνία, και μαζί της την πρόχειρη, ακατάστατη και ενίοτε επικίνδυνα πολωτική απάντησή μας σ’ αυτή την αγωνία, που αναδεικνύει και το μέγα έλλειμμα μακρόπνοης πολιτικής πολιτισμού στον τόπο μας.

Χωρίς αμφιβολία η νεότερη ιστορία μας, πριν ακόμη κι απ’ τη συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους, γέμει αντιθέσεων και ερίδων που άπτονται του πνευματικού μας προσανατολισμού και της συνακόλουθης ταυτοτικής μας υπόστασης, με εκατέρωθεν αναγωγές του μέρους σε όλον και ακραίες διχαστικές θεωρήσεις, άλλοτε για τη σχέση μας με το παρελθόν μας, το αρχαιοελληνικό περισσότερο παρελθόν μας, άλλοτε για τη γλώσσα, άλλοτε για τη «Δύση» και το Διαφωτισμό ή για την «Ανατολή» και την Ορθοδοξία, με σύνηθες επιμύθιο τις αμοιβαίες κατηγορίες περί περισσότερο ή λιγότερο Ελλήνων στην καλύτερη περίπτωση ή περί Ελλήνων και ανθελλήνων στη χειρότερη. Ακόμη και στις πνευματικά ηρεμότερες μεταπολιτευτικές δεκαετίες υφέρπουν και πολύ συχνά επανεμφανίζονται σε νέες εκδοχές τα ίδια αυτά νοσηρά δίπολα με άλλα πια διαμφισβητούμενα, όπως ο ευρωπαϊκός μας προσανατολισμός και ο εκσυγχρονισμός ή η μή αναγραφή του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες, που όλως παραδόξως διασυνδέθηκε με το μείζον ζήτημα της πολιτιστικής και της εθνικής μας γενικότερα ταυτότητας.

Τα τελευταία όμως αυτά νοσηρά και παγιδευτικά δίπολα – ευρωπαϊστές και αντιευρωπαϊστές, εκσυγχρονιστές και αντιεκσυγχρονι- στές, φορείς της «παρωχημένης ιδεολογίας» και φορείς της «μεταρρυθμιστικής κουλτούρας», για να περιοριστούμε στις κόσμιες εκφορές τους – θέτουν επί τάπητος το πρόβλημα μιας έρπουσας και σοβούσας πολιτιστικής αμηχανίας και σύγχυσης, που επιτείνεται απ’ την κατακλυσμιαία υποκουλτούρα των καιρών μας.

Γιατί είναι δηλωτική πολιτιστικής αμηχανίας και σύγχυσης η τάση νοσταλγικής επιστροφής στο ιδεολόγημα του νοσηρού «ελληνοκεντρι- σμού» και του ομφαλοσκοπικού πολιτιστικού μεγαλοϊδεατισμού μας, παρά μάλιστα και την τραυματική για τον τόπο μας χρήση τους δίκην εθνικής ιδεολογίας κατά τη χουντική εφταετία της «Ελλάδος των Ελλήνων Χριστιανών».

Γιατί είναι εξίσου δηλωτική πολιτιστικής αμηχανίας και σύγχυσης η διαμετρικά αντίθετη τάση, προοδευτικοφανής, θορυβώδης και ενίοτε αλαζονική, που στις ακραίες της εκδοχές μοιάζει να ολισθαίνει σ’ αυτό που έχει προσφυώς αποκληθεί «αστιγματικός αντιελληνοκεντρισμός» (Νάσος Βαγενάς), με έντονα τα στοιχεία της απαξίωσης παντός του ελληνικού και με νομιμοποιητικά της ορθότητάς της μέτρα την αφελή αναγωγή του ευρωπαϊκού μας προσανατολισμού… σε ιδεολογία και πολύ περισσότερο με την αφελέστερη αναγωγή του εκσυγχρονισμού… σε ιδεολογία, περίπου ως υποκατάστατα (ευρωπαϊσμός + εκσυγχρονισμός) μιας νέας εθνικής ιδεολογίας.

Πρόκειται για έναν αμήχανο πολιτιστικό μετεωρισμό μεταξύ αλληλοαναιρούμενων και αλληλοτροφοδοτούμενων ακροτήτων, φυγές στο παρελθόν ή στο μέλλον, με αμοιβαίες εξ αντικειμένου αρνήσεις του μέλλοντος και του παρελθόντος, που εκφυλίζουν και μετατρέπουν σε παγίδες τα ίδια τους τα «καταφύγια» (αναφέρουμε ενδεικτικά : απ’ το έθνος στον εθνοκεντρισμό και στην εθνική περιχαράκωση, απ’ τη λαμπρή πνευματική μας παράδοση στην προγονολατρία και στη φετιχοποίηση της ελληνικότητας, απ’ την ευρωπαϊκή στρατηγική στην ευρωλαγνική απαξίωση κάθε στοιχείου της ιδιοπροσωπείας μας κι απ’ τον εκσυγχρονισμό στο θολό κοσμοπολιτισμό και στα προοδευτικοφανή παρεπόμενά του).

Πέραν και μεταξύ των παγιδευτικών ακροτήτων και των παρενεργειών τους κυλάει το πλατύ και πολύχρωμο ρεύμα της πολιτιστικής δημιουργίας του λαού μας, που, σ’ αυτό το αινιγματικό σταυροδρόμι των καιρών, σταυροδρόμι ύποπτων γεωστρατηγικών αναδασμών και μακάβριων «ανθρωπιστικών» πολέμων, με τα τύμπανα της παγκοσμιοποίησης να ηχούν παράξενα και κάποιους «προφήτες» της να προαγγέλλουν άλλοτε το «τέλος των ιδεολογιών» και άλλοτε τη «σύγκρουση των πολιτισμών», αναζητά – αυτό το πλατύ και πολύχρωμο ρεύμα της πολιτιστικής δημιουργίας του λαού μας – και χρειάζεται, ίσως όσο ποτέ άλλοτε, τις ορίζουσες μιας εμπνευσμένης και μακρόπνοης πολιτιστικής στρατηγικής, τις πολιτιστικές συντεταγμένες μιας πορείας ανοιχτών οριζόντων και με προοπτική δεκαετιών, ως αιχμή ή καλύτερα ως βάση μιας αντίστοιχης εθνικής στρατηγικής επίσης ανοιχτών οριζόντων και με προοπτική δεκαετιών. Όχι νέοι «ιδεολογισμοί» και νέα «κουτάκια» για να «βολέψουμε» τις όποιες ανασφάλειές μας αλλά κατεύθυνση, στρατηγικό προσανατολισμό, γενικές ορίζουσες και συντεταγμένες του πολιτιστικού μας δρόμου, εμπνευσμένη πολιτική πολιτισμού βάθους και προοπτικής, που θα ενδυναμώνει όλες τις πηγές, όλες τις μήτρες της πολιτιστικής μας δημιουργίας. Που σημαίνει γενναίες επενδύσεις στο «ανθρώπινο κεφάλαιο», με υπέρτατο ζητούμενο και υπέρτατο κριτήριο την ποιοτική πολιτιστική δημιουργία του λαού μας, χωρίς την οποία δεν ανοίγουν οι πόρτες του μέλλοντος.

Κι η εμπνευσμένη πολιτική πολιτισμού είναι εντέλει πολιτική παιδείας, με το βαθύτερο περιεχόμενο του όρου.

Κινούμενοι πέραν των προειρημένων ακροτήτων, διοργανώσαμε αυτή τη μεγάλη πνευματική συνάντηση, που την τιμούν και την κοσμούν επιφανείς διανοούμενοι και πολιτικοί του τόπου μας, με προεξάρχοντα το Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Περγάμου, Πρόεδρο της Ακαδημίας Αθηνών και Διευθυντή του εν Αθήναις Γραφείου του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κων/λεως κ. Ιωάννη, για να αναζητήσουμε απαντήσεις στις πολιτιστικές μας αγωνίες και να συνεισφέρουμε, μέσα απ’ την κατάθεση νηφάλιας σκέψης και στοχαστικού προβληματισμού, στην κατάκτηση αυτής της τόσο αναγκαίας για τον τόπο μας πολιτικής πολιτισμού, εμπνευσμένης και μακρόπνοης πολιτικής πολιτισμού.

Εκφράζοντας την απέραντη ευγνωμοσύνη μας προς τους εκλεκτούς μας εισηγητές, κλείνω επανερχόμενος στην πρώτη μου φράση:

Αν η ιστορία της ανθρωπότητας είναι ιστορία των πολιτισμών της, ο δρόμος κάθε λαού προς το μέλλον είναι πρωτίστως πολιτιστικός δρόμος. Κι ο λαός που χάνει τον πολιτιστικό του δρόμο χάνει το μέλλον του.

Απ’ το βιβλίο: Λαοκράτης Βάσσης - Αναζητήσεις πολιτιστικής πολιτικής, εκδ. ΤΑΞΙΔΕΥΤΗΣ