Αριστερά και πολιτιστική πολιτική

Λαοκράτης Βάσσης

Tην ελληνικότητά μας την αποδείξαμε
Άρης Βελουχιώτης

1. Η συνεισφορά της Αριστεράς στον πολιτισμό αναμφίβολα είναι μεγάλη. Όχι όμως δια των «καθοδηγητικών» πολιτιστικών της πολιτικών αλλά δια των αριστερών δημιουργών. Γιατί σπάνια η δημιουργία των αριστερών και η αριστερή πολιτιστική «καθοδήγηση»[1] εναρμονίστηκαν και συνέπλευσαν, αφού σπάνια «καθοδήγηση» ενέπνευσε και υποβοήθησε κινηματικές παρεμβάσεις στην πολιτιστική ζωή με αληθινούς όρους πολιτιστικής ελευθερίας και αντίστοιχης δημιουργικής έκφρασης. Αν μπορεί μια «καθοδήγηση», ακόμη και η καλύτερη, να κάνει κάτι τέτοιο.
     Κι είναι το πρώτο που ένα Κόμμα της σύγχρονης Αριστεράς, πρέπει να διευκρινίσει. Το αν δηλαδή μπορούν να πηγαίνουν μαζί πολιτιστική «καθοδήγηση», στην καλύτερή της έστω εκδοχή, και πολιτισμός ή αν είναι ασύμβατες και αλληλοαναιρούμενες κατηγορίες.

2. Αν όμως είναι τέτοιες κατηγορίες, που προφανώς και είναι, καθώς η αντίληψη περί «καθοδήγησης», πολιτικής και πολιτιστικής, είναι κατά βάθος αντιδημοκρατική, γι’ αυτό και αντιαριστερή, πρέπει να προβληματιστούμε για την αναγκαιότητα και το χαρακτήρα μιας αριστερής πολιτιστικής πολιτικής, που δεν θα είναι «καθοδηγητική». Που σημαίνει πως πρέπει να διευκρινίσουμε τι είναι αριστερή πολιτιστική πολιτική, κι αν χρειάζεται, για ένα σύγχρονο Αριστερό Κόμμα, που δεν είναι ένα μεταμφιεσμένο «Κόμμα νέου τύπου» και άρα δεν έχει στη λογική του το καθοδηγείν… προς τη γη της σοσιαλιστικής επαγγελίας.
     Ως προς το αν χρειάζεται η αριστερή πολιτιστική πολιτική, η απάντηση είναι αυτονόητη. ΄Οσο χρειάζεται η αριστερή πολιτική, άλλο τόσο χρειάζεται και η αριστερή πολιτιστική πολιτική, που είναι διάστασή της αλλά και βάση της, αν ο πολιτισμός είναι η «ψυχή» τής κάθε εθνικής συλλογικότητας και η ταυτοτική χρωματική της ιδιαιτερότητα στο «ουράνιο τόξο» της οικουμενικής πολιτιστικής δημιουργίας. Oπότε το πρόβλημα μετακυλίεται στο χαρακτήρα της αριστερής πολιτιστικής πολιτικής, που είναι και μείζον πρόβλημα, ιδίως αν σκεφτόμαστε το παρελθόν της σχέσης Αριστεράς και πολιτισμού.

3. Προσπαθώντας να διευκρινίσουμε τι είναι αριστερή πολιτιστική πολιτική και υπολογίζοντας τη φύση του πολιτισμού, πρέπει να αποφύγουμε την ιδεολογικοποίησή της αλλά και να την απαλλάξουμε απ’ τις πατερναλιστικές της επιβαρύνσεις. Γιατί η πολιτιστική δημιουργία δεν υπακούει σε προσταγές και παραγγέλματα, ούτε προστατεύεται με συρματοπλέγματα και τείχη. Ως διαλεκτικό μάλιστα ισοδύναμο της σχέσης της με την ελευθερία, είναι και αποτέλεσμά της και δικαίωσή της. Κι όσο μπορείς να κλείσεις την ελευθερία σε ιδεολογικά κουτάκια, άλλο τόσο μπορείς να κλείσεις και την πολιτιστική δημιουργία. Οπότε και η όποια απόπειρα ιδεολογικοποίησης της πολιτιστικής πολιτικής αλλά και πολιτιστικής «καθοδήγησης» είναι αφεαυτής προκρούστεια και γι’ αυτό αποκρουστέα.
     Πέραν όμως αυτών, η ιδεολογικοποίηση ενέχει πάντοτε τον κίνδυνο των «ιερατείων», που θα χαράσσουν και θα αποκωδικοποιούν αυθεντικώς την πολιτιστική πολιτική, τη «γραμμή», ορίζοντας το πολιτιστικώς πρακτέον και προπαντός κρίνοντας με βάση την πολιτιστική ιδεολογία την ουσία και την ποιότητα του πολιτιστικού γίγνεσθαι. Που σημαίνει, αλίμονό μας. Όπως επίσης αλίμονό μας αν η ιδεολογία ενός σύγχρονου Αριστερού Κόμματος αντιμετωπίζεται με όρους δόγματος και όχι ως ανοιχτό πλαίσιο ιδεών και αξιών, που λειτουργεί ως πηγή έμπνευσης και ως πυξίδα προσανατολισμού (αποθεώνοντας το ρόλο του κάθε μέλους ως δρώντος υποκειμένου της ιστορίας του και όλων του των μελών αλλά και της κοινωνίας ως συλλογικών υποκειμένων της ιστορίας τους), χωρίς ούτε υποψία «θεολογικών» εκδοχών της.

4. Γι’ αυτό και η πολιτιστική πολιτική[2] δεν μπορεί παρά να είναι: α) μια γενικότερη ποιοτική αντίληψη για τον πολιτισμό ως υπέρτατο πνευματικό αγαθό όλων των ανθρώπων και για όλους τους ανθρώπους και β) μια ειδικότερη ποιοτική αντίληψη, σε διαλεκτική σχέση με τη γενική, για τον ελληνικό πολιτισμό και την ελληνική πολιτιστική ιδιαιτερότητα στο παγκοσμιοποιούμενο διεθνές περιβάλλον και με δεδομένο πως η συντελούμενη «παγκοσμιοποίηση» είναι μια κατ’ εξοχήν πολιτιστική διαδικασία που απειλεί να ισοπεδώσει τις πολιτιστικές «ψυχές» του κόσμου μας απ’ τη μια άκρη της γης ως την άλλη.
     Κι ως προς το γενικότερο, μια αριστερή[3] πολιτική αναδεικνύει τον πολιτισμό σε όλες του τις εκφάνσεις ως υπέρτατο πνευματικό αγαθό όλων των ανθρώπων και για όλους τους ανθρώπους, υπηρετώντας αυτή την αντίληψη με συγκεκριμένες πολιτικές, όπως για παράδειγμα:

  • η πολιτιστική διάσταση της παιδείας και η συνακόλουθη αισθητική καλλιέργεια των παιδιών απ’ τα πρώτα βήματα της ζωής τους
  • η ανοιχτή πρόσβαση όλου του κόσμου στα πολιτιστικά αγαθά
  • τα ανοιχτά μέτωπα εναντίον της εμπορευματοποίησης του πολιτισμού, εναντίον όλων των μορφών υποκουλτούρας, εναντίον των ναρκωτικών και της ναρκοκουλτούρας
  • η όλο και πιο οργανωμένη αντίσταση στις δυνάμεις της βίας, της βαρβαρότητας και της καταστροφής, πρωτίστως στις δυνάμεις της περιβαλλοντικής καταστροφής, σε μια κατεύθυνση οριζόμενη απ’ τη διαλεκτική ενότητα του αγωνιστικού ανθρωπισμού, της ειρήνης και της οικολογικής ευαισθησίας
  • η πρωταγωνιστική προάσπιση όλων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ατομικών και συλλογικών
  • η ενίσχυση της ποιοτικής και ποιητικής διάστασης της ανθρώπινης ζωής κόντρα στη χρησιμοθηρική και τεχνοκρατική πεζότητα
  • η αναμέτρηση με το καταναλωτικό πρότυπο ζωής, που αναποδογυρίζει την κλίμακα αξιών του ανθρώπινου πολιτισμού, βάζοντας στην κορυφή της όχι τον άνθρωπο, που μεταπίπτει σε μέσο, αλλά τα υλικά αγαθά και πρωτίστως το χρήμα, που ανυψώνονται σε υπέρτατο σκοπό ζωής.

Εννοείται πως σε μια αριστερή πολιτική πολιτισμού αναμφίβολα συμπεριλαμβάνεται ο πολιτικός πολιτισμός, προφανώς όχι ως πολιτικός καθωσπρεπισμός αλλά ως ανάδειξη και διεκδίκηση των πολιτικών αξιών που συνυφαίνονται με τη δημοκρατία. Όπως και γενικότερα η αριστερή πολιτική πολιτισμού δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως πολιτιστικός καθωσπρεπισμός, αλλά ως πλαίσιο και δρόμος μάχης για τις αξίες του ανθρώπινου πολιτισμού.
     Υπ’ αυτή την έννοια ένα σύγχρονο Αριστερό Κόμμα δεν δικαιώνει το ρόλο του, αν δεν είναι και Σχολείο πολιτισμού, αν δεν είναι παιδευτήριο μαχητών για τις αξίες του πολιτισμού.
     Ως προς την ειδικότερη αντίληψη για τον ελληνικό πολιτισμό που πρέπει να καλλιεργεί μια αριστερή πολιτική πολιτισμού, είναι πολλά αυτά που πρέπει να διευκρινιστούν, καθώς πολλά αυτονόητα μόνο αυτονόητα δεν είναι σ’ αυτό τον τόπο, όπου πολύ συχνά βρίσκει κανείς εξ αντικειμένου συμπλέοντες ακροαριστερούς τριτοδιεθνικής κοπής ομάδων και ultra εκσυγχρονιστές, προνομιακώς δημοσιολογούντες και αριστεροφανώς διακινούντες τα προτάγματα της «παγκοσμιοποίησης» μαζί με όλα τα πολιτιστικά «πίτουρα» της πεφωτισμένης Εσπερίας, της οποίας ακόμη και οι βόμβες… είναι ανθρωπιστικές. ΄Οπως, για παράδειγμα, αυτές που έπεσαν στη δύσμοιρη Γιουγκοσλαβία. Κι ένα απ’ τα αυτονόητα που πρέπει να διευκρινιστούν είναι το μείζον θέμα της σχέσης Αριστεράς και πολιτιστικής ιθαγένειας, όχι θεωρητικά και αφηρημένα αλλά στις πολύ συγκεκριμένες γκρίζες συνθήκες της επελαύνουσας «παγκοσμιοποιητικής» πολιτιστικής ισοπέδωσης.

5. Θα περίμενε μάλιστα κανείς σ’ αυτές τις γκρίζες συνθήκες η σύγχρονη Αριστερά, που πρωταγωνιστεί εναντίον της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, να έχει αναδείξει την πολιτιστική αντίσταση των εθνικών συλλογικοτήτων, άρα και της δικής μας, ως βασική διάσταση του αντιπαγκοσμιοποιητικού της αγώνα. Κι αυτό, εννοείται, όχι με τις νοσηρές λογικές της εθνο/πολιτιστικής καθαρότητας, που δεν πρέπει να συγχέονται με τις λογικές της εθνο/πολιτιστικής ιδιαιτερότητας, ούτε και με τις συνακόλουθες λογικές των αμυντικών περιχαρακώσεων, που μόνο ψευδαισθήσεις πολιτιστικής αυτοπροστασίας χαρίζουν. Αλλά με ανοιχτές αντιλήψεις διαρκούς ενίσχυσης και διαρκούς «διαλόγου» των εθνο/πολιτιστικών ιδιαιτεροτήτων στην οραματική κατεύθυνση της οικουμενικής τους εναρμόνισης σ’ ένα πολιτιστικά πολύχρωμο για την ανθρωπότητα μέλλον.
     Όχι όμως μόνο δεν έπραξε κάτι τέτοιο, αλλά απ’ το «χώρο» της συνήθως εκπορεύονται, προσφέροντας «αριστερή» και «προοδευτική» νομιμοποίηση, κάποιες ακραίες απόπειρες σοβαροφανούς απαξίωσης της ελληνικής εθνο/πολιτιστικής συλλογικότητας. Κι αυτό άλλοτε υπό το μανδύα ενός ιδεολογηματικού «αντιεθνικιστικού και ευρωπαϊστικού εκσυγχρονισμού», πάντοτε θολού και αδιευκρίνιστου, που είναι κάτι σαν ταλμουδικό μέτρο «αριστερού ανανεωτισμού», και άλλοτε υπό τον επιστημονικοφανή μανδύα ενός «ιστορικού αναθεωρητισμού», που επιχωριάζει αριστεροφανώς σε ελληνικά πανεπιστήμια, χωρίς όμως να λείπουν και οι διατελούσες εν διεθνιστική αφελεία και συγχύσει «απογειωμένες» ομάδες νέων, για να συμπληρώνουν εξ αντικειμένου απ’ τα πολύ «αριστερά» το παράξενο «εκσυγχρονιστικό» τόξο, που περίπου λειτουργεί… ως ενιαίο κέντρο εθνικής αποδόμησης. Κάποιοι μάλιστα απ’ τους «κεκράκτες» αυτού του τόξου, με μόνιμη πρόσβαση στα Μ.Μ.Ε, επιφυλάσσουν εις εαυτούς ρόλο «αυθεντιών» του «αντιεθνικιστικού εκσυγχρονισμού», ενοχοποιώντας παν τι το εθνικό και ελληνικό ως ύποπτο εθνικισμού, «εθνοκεντρισμού» και «ελληνοκεντρισμού», ακόμη και «νεκροφιλίας».
     Για τον πατριωτισμό ούτε λόγος, καθώς είναι ένοχος ακόμη και ως λέξη, παρ’ ότι συνυφαίνεται με τον αξιακό πυρήνα του εαμικού μεγαλείου, που είναι η μεγάλη ταυτοτική κληρονομιά της ελληνικής Αριστεράς, μια βαθύτατα πολιτιστική, δημοκρατική, ουμανιστική και διεθνιστική κληρονομιά, κάθε άλλο παρά ξεπερασμένη στο ομιχλώδες τοπίο του παγκοσμιοποιούμενου διεθνούς περιβάλλοντος.
     Που σημαίνει πως η σύγχρονη Αριστερά θα πρέπει να επανακαθορίσει τη σχέση μ’ αυτή την κληρονομιά, αναπροσδιορίζοντας με σύγχρονους όρους τον πατριωτικό της χαρακτήρα αλλά και τη σχέση της με την ελληνική πολιτιστική ιθαγένεια, διευκρινίζοντας μεταξύ πολλών άλλων πως άλλο αντιεθνικισμός, που είναι σύμφυτο γνώρισμα της Αριστεράς, και άλλο αποεθνοποίηση (ή εθνομηδενισμός), άλλο πατριωτισμός, εαμικού μάλιστα χαρακτήρα, και άλλο εθνικισμός (σοβινισμός), πως παν τι το εθνικό ή ελληνικό δεν είναι αυτόχρημα εθνοκεντρικό ή ελληνοκεντρικό. Πως, εντέλει, η εθνική διάσταση της Αριστεράς δεν είναι μια αφεαυτής αμαρτωλή και ασύμβατη με το διεθνιστικό της χαρακτήρα διάσταση.

6. Ο αναπροσδιορισμός μάλιστα του πατριωτικού της χαρακτήρα μέσα απ’ την επανάκτηση της βαθύτερης ουσίας της εαμικής κληρονομιάς, θα επιτρέψει στη σύγχρονη Αριστερά να πατήσει γερά στον ελληνικό τόπο, όπως η εαμική στον καιρό της, για να πορευτεί χωρίς ανέστια αμηχανία προς το οικουμενικό μέλλον όλων των λαών της γης.
     Την ανέστια όμως αμηχανία της πρωτίστως θα ξεπεράσει με το δημιουργικό αναπροσδιορισμό της σχέσης της με την ελληνική πολιτιστική ιθαγένεια και τη δημιουργική έκφραση της ελληνικής ταυτοτικής της ιθαγένειας ως λόγω τε και έργω πολιτικής και πολιτιστικής πρωτοπορίας του λαού μας.
     Κι επειδή υπάρχει κενό ελληνικής πολιτικής πολιτισμού, με συνακόλουθη πλεύση χωρίς πυξίδα προσανατολισμού στην Ευρώπη και στο σύγχρονο κόσμο, επικαλυπτόμενο από εθνικιστικές και αποεθνοποιητικές υποκουλτούρες, η Αριστερά πρέπει να θέσει επί τάπητος το πολιτιστικό μας πρόβλημα ως το κεντρικό υπαρξιακό μας πρόβλημα σ’ αυτό το ύπουλο γύρισμα των καιρών. Και να το θέσει σωστά, ως αληθινή πολιτική και πολιτιστική πρωτοπορία, με ταυτόχρονα ανοιχτά μέτωπα και εναντίον των διακινητών της εθνικιστικής υποκουλτούρας, που καπηλεύονται τα πατριωτικά αισθήματα του κόσμου, και εναντίον των διακινητών της αποεθνοποιητικής υποκουλτούρας, που καπηλεύονται τα αντιεθνικιστικά τους αισθήματα. Προπαντός όμως να το θέσει με όρους διεμβόλισης του παγιδευτικού δίπολου, όπως το συνθέτουν, με όλες τους τις νοσηρές φορτίσεις και όλα τους τα αδιέξοδα παρεπόμενα, ο «εθνικιστικός ελληνοκεντρισμός» απ’ το ένα άκρο και ο «αποεθνοποιητικός αντιελληνοκεντρισμός» απ’ το άλλο, ως αδυσώπητες συμπληγάδες που κλείνουν τον πολιτιστικό μας δρόμο προς το μέλλον.

7. Ο δημιουργικός αναπροσδιορισμός της σχέσης με την πολιτιστική μας ιθαγένεια και η συνακόλουθη διεμβόλιση του προειρημένου δίπολου προϋποθέτει την αυτονόητη ιδεολογική παραδοχή πως το «εθνικό», το «εθνο/πολιτιστικό» και το «ελληνικό» (η ελληνική πολιτιστική ιθαγένεια) όχι μόνο δεν είναι ασύμβατα μεγέθη με την Αριστερά αλλά απολύτως αλληλοπροσδιοριζόμενες διαστάσεις της ταυτότητάς της, στη βάση πάντοτε του ότι δεν υπάρχει ο λαός για την Αριστερά αλλά η Αριστερά για το λαό. Έναν λαό που δεν είναι μια αφηρημένη συλλογικότητα με «φαντασιακά» κατασκευασμένη την εθνική του ταυτότητα, αλλά μια συγκεκριμένη, ιστορική και δρώσα συλλογικότητα, με αδιαμφισβήτητο το υπερτρισχιλιετές πολιτιστικό της βάθος, με ανεκτίμητα αξιακά φορτία και αντίστοιχο αγωνιστικό ήθος ζωής, ιδίως σε κρίσιμες στιγμές της ιστορικής της διαδρομής. Μια όμορφα απροσάρμοστη, με όλες της τις αντιφάσεις, όμορφα ατίθαση και όμορφα ανυπότακτη εθνική συλλογικότητα, που έχει την αντίσταση στο ιστορικο/πολιτισμικό της «κύτταρο» (Σβορώνος), όσο κι αν προσπαθεί να την απαξιώσει η χορεία των ultra «εκσυγχρονιστών», που αδυνατούν να νιώσουν την ψυχή της και να εκτιμήσουν την πνευματική ευγένεια των αιώνων που κουβαλάει στους ώμους της.
     Αλίμονο αν η Αριστερά αποχρωματίζει εθνο/πολιτισμικά την κοινωνική της διάσταση, αν δεν εκφράζει καθολικά την «ψυχή» της ελληνικής μας συλλογικότητας, με ανοιχτές πάντοτε όλες τις «πόρτες» και όλα τα «παράθυρα» στον κόσμο. Αν δεν πρωταγωνιστεί: α) στη σωστή χάραξη της σωστής ελληνικής πολιτιστικής στρατηγικής στην ανηφοριά του 21ου αιώνα, νοουμένης ως σηματοδότηση του πολιτιστικού μας προσανατολισμού και ως δρόμο που θα τον ανοίγουν τα πολιτιστικά βήματα των δημιουργών μας και του λαού μας β) στην κατάκτηση της σωστής μας σχέσης με όλες τις μεγάλες φάσεις του ελληνικού πολιτισμού (αρχαιότητα, ελληνιστική περίοδο, μεσαίωνας, νεοελληνική περίοδο) και με τη μακραίωνη παράδοσή μας, όπως και με όλους τους πολιτισμούς της ανθρωπότητας, με διαρκή πάντοτε συνείδηση πως εμείς κρινόμαστε απ’ την τωρινή μας ποιοτική παρουσία στον κόσμο και προπαντός με διαρκή συνείδηση πως άλλο κλειδί απ’ αυτή την παρουσία, απ’ την ποιοτική δηλαδή δημιουργία του λαού μας, για να ανοίγουν οι πόρτες του μέλλοντος δεν υπάρχει γ) στην οργάνωση της «άμυνάς» μας στην παγκοσμιοποιητική πολιτιστική ισοπέδωση, αναδεικνύοντας, στηρίζοντας και προβάλλοντας με λογική ανοιχτών οριζόντων όλα τα ποιοτικά στοιχεία της πολιτιστικής μας ιδιαιτερότητας στην Ευρώπη και στον κόσμο δ) στην ενίσχυση της ελληνικής βάσης τής συνολικής μας παιδείας, έτσι ώστε οι ελληνόπαιδες να έχουν «ψυχή» να κρατηθούν στον απρόσωπο κόσμο μας και πυξίδα προσανατολισμού στον ομιχλώδη ωκεανό της παγκοσμιοποίησης.

8. Αν συνέδεα το σωστό προσδιορισμό της σχέσης Αριστεράς και ελληνικής πολιτιστικής ιθαγένειας με μια ανοιχτή αντίληψη για τη σχέση με τις ρίζες μας, όπου το εθνικό (ελληνικό) θα αναπέμπει στο ευρωπαϊκό και τα δυο μαζί στο οικουμενικό (Ελλάδα ↔ Ευρώπη ↔ Κόσμος - ΄Ελληνες ↔ Ευρωπαίοι ↔ Πολίτες του κόσμου), μάλλον θα κινδύνευα να παρεξηγηθώ. Γι’ αυτό και θα επικαλεστώ τον Εντγκάρ Μορέν, που σίγουρα δεν διατρέχει τέτοιο κίνδυνο. Γράφει, λοιπόν, ο Μορέν (Η Πολιτική πολιτισμού – Εκδ. Λιβάνη): «Η ομογενοποίηση, η τυποποίηση, η ανωνυμία τείνουν να καταστρέψουν τους ποικίλους πολιτισμούς και οδηγούν στην απώλεια των ριζών… Πρέπει να κατανοήσουμε ότι είναι αναγκαίο να ανατρέξουμε ξανά στις πηγές, στις ρίζες… Η επιστροφή στις πηγές, την οποία προτείνουμε, συνδυάζει την επιστροφή στη γαλλική πηγή, στην ευρωπαϊκή γη και στην πηγή της Γης… Υπάρχουν δυο τρόποι να ξαναβρούμε την πίστη του έθνους στον εαυτό του. Ο ένας είναι το εθνικιστικό κλείσιμο, ο άλλος είναι ο πατριωτισμός και το άνοιγμα… Ο γαλλικός πατριωτισμός και ο ευρωπαϊσμός δεν πρέπει να αντιπαρατίθενται… Δεν πρέπει να αποβάλλουμε τη γαλλική μας ταυτότητα, αλλά πάντοτε να εντασσόμαστε και να τοποθετούμαστε στο παγκόσμιο» (σελ.229-231). Ο Γάλλος σοσιαλιστής, διδάσκοντας κι εμάς, μόνο ενοχικά δεν αντιμετωπίζει την εθνική (γαλλική) ταυτοτική του αφετηρία. Κάθε άλλο μάλιστα. Η δική του αντίληψη όπου η Γαλλία αναπέμπει στην Ευρώπη κι η Ευρώπη στην Οικουμένη (Γαλλία ↔ Ευρώπη ↔ Γη), μπορεί να είναι και δική μας αντίληψη, αλλά και όλων των εθνικών συλλογικοτήτων του κόσμου που αρνούνται την ισοπέδωση της συντελούμενης πλανηταρχικής παγκοσμιοποίησης, οραματιζόμενες ένα πολύχρωμο οικουμενικό μέλλον εναρμονισμένης συνύπαρξης όλων των εθνο/πολιτιστικών ιδιαιτεροτήτων του κόσμου μας. Κι αυτή είναι η πολιτιστική τροχιά που πρέπει να σηματοδοτεί η σύγχρονη Αριστερά ως πολιτική και πολιτιστική πρωτοπορία του τόπου μας.

9. Σ’ αυτή την τροχιά απαιτείται σωστή προσέγγιση του πολιτιστικού πλουραλισμού και της πολυπολιτισμικότητας, που δεν είναι πάντοτε αθώα η επίκλησή τους.
     Διατυπώνοντας κάποιες επ’ αυτού πρώτες σκέψεις, εκτιμώ πως θα παραβίαζα ανοιχτές θύρες, αν σημείωνα πως ο πλουραλισμός είναι σύμφυτο γνώρισμα των πολιτισμών, που, τόσο στο εσωτερικό τους όσο και στις αλληλεπιδράσεις τους, τείνουν ταυτοχρόνως, δίκην νόμου της εξέλιξής τους, και στην ομογενοποίηση ή σύγκλιση και στη διαφοροποίηση ή απόκλισή τους, με απολύτως αναγκαία τη διαλεκτική ισορροπία αυτών των τάσεων.
     Αυτή όμως η ισορροπία πολύ συχνά ανατρέπεται προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση με κλιμακούμενης σοβαρότητας επιπτώσεις. Για παράδειγμα, οι επιδιώξεις της εθνικής ομοιογένειας απ’ τα εθνικά κράτη δεν είχε μόνο θύμα τις πολιτιστικές ιδιαιτερότητες των μειονοτήτων αλλά και τις τοπικές πολιτιστικές εκφράσεις των ίδιων των εθνικών πολιτισμών. Όπως σε ουκ ολίγες περιπτώσεις οι τοπικοί πολιτισμοί εξέθρεψαν αφελείς τοπικισμούς κι οι μειονότητες, όπερ και το μείζον, λειτούργησαν ως όχημα εθνικισμών και μοχλός αποσταθεροποιήσεων, για να μην αναφερθούμε και στην καθόλου ασυνήθη σύγκρουση πολιτισμών, που με πολύ ενδιαφέρουσες παραμέτρους θεωρητικοποίησε ο πολύς κύριος Χάντικτον.
     Που σημαίνει πως ένα σύμφυτο με την ουσία και την εξέλιξη των πολιτισμών γνώρισμα, όπως ο πλουραλισμός, δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως πολιτικά ουδέτερο μέγεθος. Χωρίς φυσικά αυτό να επιτρέπει σε έναν σύγχρονο άνθρωπο, προπαντός σε ένα σύγχρονο αριστερό, να θέτει την περί πολιτιστικού πλουραλισμού άποψή του στο ικρίωμα των όποιων πολιτικών σκοπιμοτήτων, που είναι η άλλη άκρη της εν πολιτικώ κενώ προσέγγισής του. Έτσι, όπως είναι αυτοαναιρετικό να αγνοεί κανείς τα όποια υπαρκτά πολιτιστικά δικαιώματα των (μικρών ή μεγάλων) μειονοτήτων, είναι και επικίνδυνα αφελές να αγνοεί τα πιθανά εθνικιστικά παιγνίδια τους και να μετατρέπεται αφελώς (και εξ αντικειμένου) σε «διακινητή» των εθνικισμών τους και των επιδιώξεών τους, που εκπορεύονται από τα εθνικά τους ή και άλλα κέντρα, όπως συμβαίνει στη γέμουσα από τέτοια ιστορικά πάθη και παθήματα βαλκανική γειτονιά μας.
     Κατά βάθος και κατά προέκταση τα ίδια ισχύουν και με την πολυπολιτισμικότητα τόσο υπό την έννοια της εναρμονισμένης συνύπαρξης των πολιτιστικών διαφορετικοτήτων στο πλαίσιο μιας εθνο/πολιτιστικής συλλογικότητας όσο και υπό την έννοια της ανάλογης εναρμονισμένης συνύπαρξης των ίδιων των εθνο/πολιτιστικών συλλογικοτήτων στα κοινά όρια υπερεθνικών ολοκληρώσεων, όπως η Ευρωπαϊκή ΄Ενωση, ή στα ανοιχτά πεδία και τους ομιχλώδεις ορίζοντες της συντελούμενης παγκοσμιοποίησης.
     Με δεδομένη μάλιστα τη νέα πραγματικότητα που δημιουργούν τα κύματα της άναρχης μετανάστευσης ακόμη και σε εθνικά κράτη με καθολική σχεδόν μέχρι χθες εθνο/πολιτιστική ομοιογένεια, τίθεται πια με νέους και πολύ πιεστικούς όρους όχι μόνο στη δεοντολογική της διάσταση, που είναι η μια της όψη, αλλά και στην κρίσιμη διάσταση των συνακόλουθων προβλημάτων της, που είναι η επίμαχη και γκρίζα της όψη, όπως αυτή πολύ συχνά φορτίζεται και περιπλέκεται απ’ τη φετιχοποιημένη απολυτότητα, άλλοτε με ρομαντικές αφέλειες και άλλοτε με πονηρές αποσιωπήσεις, στην όλη προβολή και διεκδίκησή της. Γιατί, όπως ήδη σημειώσαμε, οι αποστάσεις ανάμεσα στα ανώδυνα τοπικά πολιτιστικά δικαιώματα και στους νοσηρούς τοπικισμούς, πρωτίστως όμως, αφού αυτό είναι το ύποπτο πρόβλημα, οι αποστάσεις ανάμεσα στα αυτονόητα μειονοτικά πολιτιστικά δικαιώματα και στα επικίνδυνα παιγνίδια με τις υπαρκτές μειονότητες, γιατί υπάρχουν και οι «επινοημένες», είναι ειδικά σε ορισμένες περιπτώσεις πολύ μικρές.
     Που επίσης σημαίνει πως ούτε και η πολυπολιτισμικότητα, αυτή μάλιστα πολύ περισσότερο, όπως κι αν αναγνωστεί, είναι πολιτικά ουδέτερο και σε κάθε περίπτωση αθώο μέγεθος, κάτι που καθίσταται απολύτως φανερό στις διαφορετικές πολιτιστικές στρατηγικές που εκπορεύονται απ’ τις διαφορετικές θεωρήσεις της.

  • Για τους εθνικιστές: Είναι ένοχη νόθευσης της δεδομένης κατ’ αυτούς εθνο/πολιτιστικής καθαρότητας, ανύπαρκτης προφανώς, που αναπέμπει και στην επίσης ανύπαρκτη εθνοφυλετική καθαρότητα, με συνακόλουθες πολιτικές πολιτιστικής περιχαράκωσης και ισοπεδωτικής εθνο/πολιτιστικής ομογενοποίησης.
  • Για τους υπέρμαχους της παγκοσμιοποίησης, με «διεθνιστική» ενίοτε συνηγορία: Είναι μια φετιχοποιημένη αυταξία, που προδιαγράφει και επιβάλλει, προοδευτικοφανώς πάντοτε, τη διάχυση των πολιτιστικών ιδιαιτεροτήτων και κατά προέκταση των εθνο/πολιτιστικών ταυτοτήτων στην κατεύθυνση του σταδιακού τους αποχρωματισμού μέσα από «διαπολιτισμικές» λογικές ελάχιστου κοινού παρονομαστή.
  • Για την Τρίτη στρατηγική, που κινείται πέραν της ενοχοποίησης και της φετιχοποίησής της: Εκλαμβάνεται ως αρμονική συνύπαρξη των πολιτιστικών διαφορετικοτήτων στο πλαίσιο των εθνικών επικρατειών, αλλά και ως αρμονική συνύπαρξη των εθνο/πολιτιστικών ταυτοτήτων στο πλαίσιο υπερεθνικών ολοκληρώσεων και στην προοπτική του πολιτιστικά πολύχρωμου οικουμενικού μέλλοντος.

Η κατεύθυνση της τρίτης στρατηγικής, με τον οραματικό της ρεαλισμό, δεν μπορεί παρά να είναι και κατεύθυνση της σύγχρονης Αριστεράς. Που όμως, ως πολιτική δύναμη οραματικού ρεαλισμού η ίδια, προφανώς και πρέπει να ξεπεράσει τις όποιες κληρονομημένες «διεθνιστικές» συγχύσεις και τα όποια κληρονομημένα «διεθνιστικά» συμπλέγματά της, όπως και τις κληρονομημένες «ανανεωτικο/εκσυγχρονιστικές» συγχύσεις του αντιεθνικισμού και της αποεθνοποίησης, συνειδητοποιώντας πως ο μετανεωτερικός διεθνισμός και ο μετανεωτερικός κοσμοπολιτισμός είναι όψεις του ίδιου νεοταξικού νομίσματος, για να μπορεί να επικαθορίσει με ανοιχτή σκέψη τη σχέση της με τον «τόπο» της και τον κόσμο, με την εθνο/πολιτιστική ταυτότητα και την οικουμενικότητα, στη στέρεη βάση του ότι το τοπικό/διαφορετικό είναι ομορφιά του εθνικού και το εθνικό είναι ομορφιά του υπερεθνικού και του οικουμενικού, με καλό ως προς αυτό δάσκαλο τον Εντγκάρ Μορέν.

10. Υπάρχουν όμως και καλοί δικοί μας δάσκαλοι στο ιδεολογικά αμφίθυμο (βλ. Γιώργος Καραμπελιάς: Εθνική και κοινωνική διάσταση στην παράδοση της ελληνικής Αριστεράς, περιοδ. ΄Αρδην, τεύχος 68) επ’ αυτού παρελθόν της ελληνικής Αριστεράς. Θα επικαλεστώ, ενδεικτικά, στο Νίκο Σβορώνο, που ανήκει στις μορφές της Ιστοριογραφίας και της ανανεωτικής αριστερής διανόησης, επιλέγοντας δυο χαρακτηριστικά για τις απόψεις του αποσπάσματα απ’ το έργο του. Το πρώτο είναι απ’ το μεταθανατίως (2004) εκδοθέν βιβλίο του: «Το ελληνικό έθνος, γένεση και διαμόρφωση του νέου ελληνισμού», εκδ. ΠΟΛΙΣ, που στεναχώρησε σφόδρα τους αναμηρυκάζοντες (βλ. γι’ αυτούς: Γιώργος Κοντογιώργης, Έθνος και εκσυγχρονιστική νεωτερικότητα, Εναλλακτικές Εκδόσεις) τα ανιστόρητα της νεωτερικής ιστοριογραφίας περί «μύθου της συνέχειας 3000 χρόνων ελληνικού έθνους» (Χομπσμπάουμ), καθώς δεν μπορούσαν να ενοχοποιήσουν και αυτού τις απόψεις… ως εθνικιστικές: «Η συνέχεια του ελληνισμού ως λαού φαίνεται με τη μεγαλύτερη ενάργεια στη ζωντανή ελληνική γλώσσα, που δεν εμφανίζει στη συνεχή της εξέλιξη καμία εξωτερική επίδραση στην οργανική της δομή… Οι λαογραφικές έρευνες και γενικότερα η μελέτη του βίου των Βυζαντινών και των Νεοελλήνων δείχνουν ολοένα και περισσότερο ότι πολλά στοιχεία λαϊκής λατρείας, τέχνης και γενικά κοινωνικής ζωής έχουν τις ρίζες τους στην ελληνική αρχαιότητα, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι εδώ δεν υπάρχουν και τα ίχνη των επιδράσεων των διαφόρων λαών, με τους οποίους ο ελληνισμός ήρθε σε επαφή και των οποίων αφομοίωσε ένα μεγαλύτερο ή μικρότερο τμήμα» (σελ. 48-49). Το δεύτερο απόσπασμα είναι από συνέντευξή του στον Στέφανο Πεσμαζόγλου (Σύγχρονα Θέματα),όπου επαναλαμβάνει με σαφήνεια την περιώνυμη άποψή του για τον αντιστασιακό χαρακτήρα που διέπει την ελληνική ιστορία, την οποία είχε αρχικά διατυπώσει στην «Ιστορία της νεότερης Ελλάδας», εκδ. Θεμέλιο: «Το πρόβλημα είναι να μένεις αυτό που είσαι. Κι αυτό βέβαια συνδυάζεται με την πολιτισμική συνέχεια του Ελληνισμού. Με το γεγονός ότι, όταν κατακτήθηκε ο ελληνικός λαός, απ’ τους Ρωμαίους αρχικά είτε αργότερα απ’ τους Τούρκους, είχε εθνική ενότητα και συνείδηση της ενότητας αυτής. Υπήρχε μια λαϊκή ενότητα με τη γλώσσα, με τα ήθη και τα έθιμα, και είχε συνείδηση της ταυτότητάς του αυτής, η οποία του επέτρεψε να αντισταθεί. Να αντισταθεί στην απορρόφηση από άλλους λαούς οι οποίοι ήταν κατακτητές του. Πάντως η αντίσταση αυτή γίνεται ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ελληνικής ιστορίας, γιατί ο Ελληνισμός είχε αυτή την πορεία για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα» (Κ.Θ.Δημαράς/Νίκος Σβορώνος, Η μέθοδος της Ιστορίας, Συντεντεύξεις με τους Στέφ. Πεζμαζόγλου και Νίκο Αλιβιζάτο, ΄Αγρα, σελ. 161).
     Οι κλασικοί, βέβαια, δικοί μας δάσκαλοι είναι οι μεγάλοι πνευματικοί μας δημιουργοί, οι πνευματικοί μας ταγοί, απ’ τον Ρήγα Φεραίο, τον Σολωμό και τον Κάλβο ως τον Σεφέρη, τον Ελύτη και τον Ρίτσο, με μεγάλους ενδιάμεσους τον Μακρυγιάννη, τον Παλαμά, τον Καβάφη και τον Σικελιανό, που όλοι μαζί θεμελιώνουν θεωρία ελληνισμού, διαμέσου της οποίας μπορούμε να ιδούμε σωστά το δικό μας παρελθόν, όλο τον άλλο κόσμο και το μέλλον μας στην Ευρώπη και στο παγκοσμιοποιούμενο διεθνές περιβάλλον, χωρίς προφανώς αφελείς ελληνοκεντρισμούς αλλά και χωρίς την επιστημονικοφανή, προοδευτικοφανή, ενίοτε και αριστεροφανή ταυτοτική ανασφάλεια και αμηχανία που καλλιεργεί θορυβωδώς ο ιστορικο/πολιτιστικός αναθεωρητισμός των καιρών μας.
     Κι επειδή ζουν ακόμη οι τελευταίοι του εαμικού πατριωτισμού, αυθεντικά πολιτιστικού, με όλο το ελληνικό πνευματικό του βάθος, δημοκρατικού, ουμανιστικού και διεθνιστικού, που, όπως έχω ήδη σημειώσει, είναι η μεγάλη ταυτοτική κληρονομιά της σύγχρονης ελληνικής Αριστεράς, θα αναφερθώ συμβολικά και σε δυο μεγάλες μορφές εκείνης της περιόδου. Η πρώτη μορφή είναι ο πρωτοκαπετάνιος του ΕΛΑΣ ΄Αρης Βελουχιώτης, που στον ιστορικό «Λόγο της Λαμίας» όριζε απλά και με καθαρή ελληνική ματιά τον πατριωτικό χαρακτήρα της Αριστεράς: « Κάποτε η γωνιά αυτής της γης που πατάμε και λέγεται Ελλάδα, ήτανε δοξασμένη κι ευτυχισμένη κι είχε έναν πολιτισμό που επί δυόμισι χιλιάδες χρόνια συνεχίζει να παραμένει και να θαυμάζεται απ’ όλο τον κόσμο. Κανένας σοφός ή άσοφος δεν μπορεί μέχρι σήμερα να γράψει ούτε μια λέξη, αν δεν αναφερθεί στα έργα που άφησαν οι δημιουργοί αυτού του πολιτισμού, που λέγεται αρχαίος ελληνικός… Κάποτε, λοιπόν, η χώρα μας ήταν δοξασμένη. Μα αργότερα την υποδούλωσαν κι έχασε την παλιά της αυτή δόξα… Στην εποχή της σκλαβιάς πέρασε σκληρά μαύρα χρόνια και πολλοί «έξυπνοι», ανάμεσα στους οποίους και κάποιος Φαλμεράγερ, ισχυρίστηκαν πως η ελληνική φυλή έσβησε κι ότι αυτή διασταυρώθηκε με άλλες φυλές, που δεν έχουν τίποτα το κοινό με την αρχαία ελληνική φυλή. Μα ότι και να πούνε, αυτό δεν έχει καμιά αξία. Την ελληνικότητά μας την αποδείξαμε… Μας κατηγορούν ότι θέλουμε να καταργήσουμε τα σύνορα και να διαλύσουμε το κράτος. Μα το κράτος εμείς το φτιάχνουμε σήμερα, γιατί δεν υπάρχει, μια κι αυτοί οι ίδιοι το είχανε διαλύσει. Ποιος λοιπόν είναι πατριώτης; Αυτοί ή εμείς; Το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα και τρέχει νάβρει κέρδη σε όποια χώρα υπάρχουνε τέτοια. Γι’ αυτό και δεν νοιάζεται κι ούτε συγκινείται με την ύπαρξη των συνόρων και του κράτους. Ενώ εμείς το μόνο που διαθέτουμε είναι οι καλύβες μας και τα πεζούλια μας… Ποιος, λοιπόν, μπορεί να ενδιαφερθεί καλύτερα για την πατρίδα του; Αυτοί που ξεπορτίζουνε τα κεφάλαιά τους απ’ τη χώρα μας, ή εμείς που παραμένουμε με τα πεζούλια μας εδώ;» (Γιάννη Χατζηπαναγιώτου – Καπετάν Θωμά: Η πολιτική διαθήκη του ΄Αρη Βελουχιώτη, ΔΩΡΙΚΟΣ, σελ. 492 & 506).
     Η δεύτερη μορφή είναι ο Μανώλης Γλέζος, σύμβολο του ελληνικού αντιστασιακού πνεύματος, που στο μνημειώδες έργο του: Εθνική Αντίσταση 1940-45, Εκδ. Στοχαστής, επισημαίνει τη συνύφανση έθνους, εθνικής ιστορίας και εθνικής ταυτότητας: «Τα έθνη όλα», γράφει, «έχουν ιστορία. Κάθε λαός έχει τη δική του ιστορία, βραχύχρονη ή μακρόχρονη. ΄Ολοι οι λαοί έχουν ιστορία… ΄Εθνη χωρίς μνήμη δεν υπάρχουν. ΄Εθνη χωρίς ιστορία είναι ανύπαρκτα. Αλλά η εθνική ιστορία, η συλλογική μνήμη ενός έθνους, παρά τις αλληλεπιδράσεις, είναι ξεχωριστή για κάθε εθνική ολότητα. Η μνήμη επίσης ενός έθνους πρέπει να είναι καταγεγραμμένη με την πιο πιστή αντιγραφή των γεγονότων κατ’ αρχήν που τη συγκροτούν και αρκούντως αναλυμένη, με όλες τις ερμηνείες που υπάρχουν, γιατί αποτελεί ανεκτίμητη εθνική κληρονομιά. Τα πιστοποιητικά ύπαρξης του έθνους. Τα στοιχεία της ταυτότητάς του». Σε έρευνα επίσης της Μηνιαίας Επιθεώρησης MONTHLY REVIEW, Μάρτιος 08, με θέμα: «Οι αξίες και η συμβολή τους στη διαμόρφωση της ταυτότητας των Ελλήνων», δίνει την πολύ χαρακτηριστική για τη γενικότερη αντίληψή του απάντηση: «Η δημοκρατία, η ελευθερία, η ανεξαρτησία υπήρξαν ως πράξεις, ως θεσμοί, ως λέξεις και ως έννοιες δημιουργήματα του πολιτισμού των αρχαίων Ελλήνων… Η εθνική συνείδηση ταυτίζεται με την ελληνική ιδεολογία και η ελληνική ιδεολογία με τα πιο υψηλά ανθρωπιστικά ιδεώδη».

11. Κλείνοντας θα ήθελα να τονίσω πως η συντελούμενη παγκοσμιοποίηση, με το γκρίζο πολιτιστικό της «πρόσωπο», αναδεικνύει ως πρώτη προτεραιότητα, ως στρατηγική προτεραιότητα, την πολιτική πολιτισμού των εθνικών συλλογικοτήτων και δι’ αυτής τη σωστή τους άμυνα στην επελαύνουσα πολιτιστική της ισοπέδωση.
     Που σημαίνει πως, στην ομιχλώδη τροχιά της, η πολιτιστική πρωτοπορία είναι η βαθύτερη ουσία της πολιτικής πρωτοπορίας και συνακόλουθα ο πρωταρχικός όρος της ιδεολογικής ηγεμονίας κάθε αληθινά ελπιδοφόρας πολιτικής δύναμης.
     Κι η σύγχρονη Αριστερά, για να μπορεί να διεκδικεί ρόλο πολιτικής και πολιτιστικής πρωτοπορίας, άρα την ιδεολογική της «ηγεμονία», με την γκραμσιανή της έννοια, πρέπει να έχει τόπο, αλλά και να πατάει σωστά και γερά στον τόπο της.
     Γιατί, εντέλει, μια Αριστερά χωρίς «τόπο» είναι μια ανέστια και καθ’ όλα … άτοπη Αριστερά, που δεν μπορεί να αγναντέψει το πολύχρωμο μέλλον της πλανητικής πατρίδας των πατρίδων μας.-

 

1. Ο όρος χρησιμοποιείται με την ιστορικά βεβαρημένη πολιτική του έννοια, που αναπέμπει στην αμαρτωλή σχέση: «καθοδηγητές» (υποκείμενα της ιστορίας τους) «καθοδηγούμενοι» (αντικείμενα της ιστορίας τους), στην πολιτική της φιλοσοφία και στα μοιραία συνακόλουθά της. Η ανήσυχη Αριστερά των καιρών μας αναζητεί λογικές και δοκιμάζει δομές υπέρβασής της, στη δημοκρατική βάση του ότι όλοι είμαστε υποκείμενα της ιστορίας μας. Κι εννοείται πως αυτή η δημοκρατική βάση δεν έχει σχέση με αφελείς εξισωτισμούς ή με αναρχικές απογειώσεις. ΄Αρα δεν ενέχει άρνηση του ρόλου των ηγετών, των ηγεσιών, των πρωτοποριών, των ειδικών και εντέλει της ίδιας της πολιτικής και των πολιτικών.

2. Δεν εννοώ συγκεκριμένη πολιτική πολιτισμού, που εξακτινώνεται σε όλες τις διαστάσεις της πραγματικότητας και της ζωής, αλλά πολιτιστική φιλοσοφία και προσανατολισμό, πολιτιστική στρατηγική και πολιτιστικές συντεταγμένες της πορείας μας προς το μέλλον.

3. Ο πολιτισμός στο βαθύτερό του περιεχόμενο είναι ο κοινός μας παρονομαστής. Που σημαίνει πως το «αριστερό» και το «δεξιό» στα ανοιχτά του πεδία δεν είναι ένα αυτονόητα δεδομένο δίπολο. Όχι πως δεν υπάρχουν γενικά κριτήρια αριστερής ή δεξιάς πολιτικής στον πολιτισμό, όπως, ας πούμε, η εμπορευματοποίησή του ή το δικαίωμα της πρόσβασης όλων στα αγαθά του. Στα του περιεχομένου του όμως «νομοθετούν» μόνο οι δημιουργοί του με μέτρο τη δοκιμαζόμενη στο χρόνο ποιότητα και όχι τα όποια πρόσημα των τρεχουσών πολιτικών.

Απ’ το βιβλίο: Λαοκράτης Βάσσης - Αναζητήσεις πολιτιστικής πολιτικής, εκδ. ΤΑΞΙΔΕΥΤΗΣ