Λαοκράτης Βάσσης
α. Πριν καταθέσω τον προβληματισμό μου θεωρώ αναγκαία την πρόταξη διευκρινιστικών παρατηρήσεων για τις έννοιες κλειδιά του τίτλου της εισήγησής μου, τις τοπικές δηλαδή κοινωνίες και την πολιτιστική αντίσταση.
- Μιλώντας για τοπικές κοινωνίες δεν πρέπει να τις ταυτίζουμε με κάποιο φαντασιακό υποκατάστατο των παλαιότερων μορφών τους, που συνδέονται και με τις πρώτες ανεκτίμητες μνήμες όλων ημών, που έχουμε κάποιες δεκαετίες στους ώμους μας.
Εκείνες οι κοινωνίες, που αντιστοιχούσαν σε άλλες ανάγκες, χαρακτηρίζονταν από μια απίθανη πολιτιστική πολυμορφία, με ζώσες, λειτουργικές και λειτουργούμενες πολιτιστικές ιδιαιτερότητες. Από χωριό σε χωριό υπήρχαν διαφορές, κατά ομάδες χωριών υπήρχαν διαφορές, πολύ περισσότερο κατά επαρχίες και ευρύτερες γεωγραφικές ενότητες υπήρχαν διαφορές. Επρόκειτο για έναν μοναδικό πλούτο, καθώς τα κοινά και τα διαφορετικά στοιχεία διαμόρφωναν μια εξαιρετική πολιτιστική πολυχρωμία.
Τι έχει απομείνει απ’ αυτές τις τοπικές κοινωνίες; Είναι ζων, λειτουργικό και λειτουργούμενο το πολιτιστικό αξιακό τους σύστημα ή όλο και περισσότερο αποχρωματίζονται και ομογενοποιούνται σε πολιτιστικά ισοπεδωτική κατεύθυνση; Χωρίς σωστή απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα δεν μπορούμε να μιλήσουμε σοβαρά για πολιτιστική άμυνα αυτών των κοινωνιών. Δεν μπορούμε, ας πούμε, να προσπερνάμε στοιχεία όπως το ότι η ελληνική επαρχία είναι απ’ τις πρώτες, αν όχι πρώτη, σε πανευρωπαϊκή κλίμακα σε κατανάλωση ουίσκι, όχι κρασιού, πολύ περισσότερο όχι τσίπουρου και τσικουδιάς ή ούζου. Γιατί τέτοια στοιχεία λένε πολλά για τη σχέση των σημερινών τοπικών μας κοινωνιών με το παραδοσιακό πολιτιστικό πρότυπο και τις αξίες του. - Μιλώντας επίσης για πολιτιστική αντίσταση πρέπει να είναι ξεκάθαρο το περιεχόμενό της. Υπέρ τίνος, γιατί και πώς (πρέπει να) αντιστέκονται οι τοπικές κοινωνίες. Γιατί, μια άμυνα με χαρακτήρα περιχαράκωσης, για να μη προσβληθούμε… από διαβρωτικούς πολιτιστικούς ιούς, είναι και αφελής και παντελώς ατελέσφορη.
Ο διάλογος των πολιτισμών είναι νόμος της εξέλιξής του. Η πολιτιστική επικοινωνία είναι οξυγόνο. Δεν ανασαίνει μια τοπική κοινωνία, αν δεν δίνει και δεν παίρνει πολιτιστικά στοιχεία. Κοινωνία που κλείνεται στον εαυτό της, αργά ή γρήγορα θα πάψει να έχει εαυτό.
Όσο βέβαια λαθεμένη είναι η πολιτική περιχαράκωσης άλλο τόσο λαθεμένη είναι και η αδιαφορία, το «μπάτε σκύλοι αλέστε κι αλεστικό μη δίνετε». Που σημαίνει πως η πολιτιστική άμυνα, με αυτονόητη την επιλεκτική αφομοίωση ξένων πολιτιστικών στοιχείων και με δεδομένη επίσης την προσπάθεια για διαρκή πολιτιστική ενδυνάμωση, είναι πάντοτε αναγκαία. Το τι όμως «κρατάμε», γιατί και πώς, είναι πάντοτε κυρίαρχο, καθώς δεν έχει νόημα να προσπαθείς να «κρατάς» κάτι που δεν αντέχει στην αναμέτρηση με τα ξένα στοιχεία, που δεν στηρίζει ένα ποιοτικό πολιτιστικώς ζην. Δεν έχει δηλαδή νόημα να προσπαθείς να «κρατάς» έναν τρόπο ζωής που δεν απαντάει σε βαθύτερες ανάγκες και δεν συνυφαίνεται με το ίδιο το νόημα της ζωής, που δεν γεμίζει την ανθρώπινη ζωή.
Είναι όμως τραγικό όταν, ως κληρονόμος ενός ποιοτικού πολιτιστικού προτύπου ζωής, αδυνατείς να αξιολογήσεις ό,τι κληρονόμησες και το αφήνεις για κάτι που υποτίθεται πως είναι καλύτερο. Όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, με τη μεσογειακή διατροφή και πολλές άλλες πτυχές της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς σε όλη της την ανεκτίμητη τοπική πολυμορφία και ποικιλότητα.
Είναι γι’ αυτό εύκολο να μιλάμε για πολιτιστική άμυνα, πολύ δύσκολο όμως να έχουμε ανοιχτή στο μέλλον πολιτική πολιτιστικής άμυνας, που δεν θα είναι φολκλορικού χαρακτήρα, άρα που θα συμβάλλει στο να είναι ζώσα, λειτουργούμενη και γι’ αυτό λειτουργική η τοπική πολιτιστική ιδιαιτερότητα και το αξιακό της υπόβαθρο.
Δεν αντιμετωπίζω γενικώς με προκατάληψη τη φολκλορική διάσταση της πολιτιστικής ζωής. ΄Εχει κι αυτή τους λόγους ύπαρξής της, όπως θα μπορούσε να έχει και καλύτερη ποιότητα. Είναι όμως σε κάθε περίπτωση υποτιθέμενη πολιτική πολιτιστικής άμυνας.
Προφανώς και είναι άλλης λογικής η επιλεκτική και γόνιμη αναβίωση πτυχών του παραδοσιακού πολιτιστικού μας προτύπου, διαμέσου της οποίας, μαζί με τον όποιο ποιοτικό εμπλουτισμό της πολιτιστικής μας ζωής, θα μπορούσαμε να συνεισφέρουμε και στη λειτουργική ανασύνδεση των νέων γενεών με τη βαθύτερη ουσία του, εμπνέοντάς τες να αναδεχθούν την ευθύνη υποκειμένων ενός πολιτιστικού γίγνεσθαι που θα ξετυλίγουν δημιουργικά το νήμα του στο μέλλον.
Τέλος, μαζί με όλα τα παραπάνω, δεν πρέπει να ξεχνάμε τον ανοιχτό και αυθόρμητο χαρακτήρα των πολιτιστικών αλληλοεπιδράσεων, που σημαίνει πως η πολιτιστική αντίσταση είναι σύμφυτη με την ποιοτική αντοχή και τις συνακόλουθες αυθόρμητες επιλεκτικές δυνατότητες των μελών των τοπικών κοινωνιών.
β. Ξαναγυρίζοντας στις τοπικές μας κοινωνίες και τη σημερινή τους πραγματικότητα πρέπει να έχουμε συνείδηση γιατί μιλάμε.
Να έχουμε δηλαδή συνείδηση πως έχουν υποστεί τις συνέπειες της πληθυσμιακής τους συρρίκνωσης αφενός και του καταναλωτικού τρόπου ζωής αφετέρου, που και τα δυο μαζί επηρέασαν και επηρεάζουν καθοριστικά το παραδοσιακό αξιακό πρότυπο ζωής τους, έτσι που ώρες ώρες μοιάζει διάτρητο.
Ως προς την πληθυσμιακή συρρίκνωση: Πρόκειται για αποτέλεσμα μιας γενικής μεταναστευτικής τάσης απ’ την περιφέρεια προς τα αστικά κέντρα και προς το εξωτερικό, που προκάλεσε μια τραγική ανατροπή των πληθυσμιακών ισορροπιών κέντρων-περιφέρειας, άλλου προφανώς χαρακτήρα απ’ τις πληθυσμιακές αλλαγές μετά τη Μικρασιατική καταστροφή.
Η αρχή της δεκαετίας του ’60 ήταν ως προς αυτό περίπου μοιραία. Οι επιπτώσεις αυτής της ανατροπής στο πολιτιστικό γίγνεσθαι ήταν πολύ μεγάλες, καθώς συρρικνώθηκαν, αποδομήθηκαν ή και διαλύθηκαν τα παραδοσιακά πολιτιστικά κύτταρα της υπαίθρου αλλά και των συνοικιών των αστικών κέντρων, ενώ άρχισαν να διαμορφώνονται νέα πολιτιστικά δεδομένα μέσα και από την απίθανη μείξη διαφορετικών τοπικών πολιτιστικών στοιχείων.
Με τις πληθυσμιακές ανακατατάξεις διαπλέκονται και οι άλλες μεγάλες αλλαγές στην τροχιά της παγκοσμιοποίησης, αυτές που συνδέονται με τις ανατροπές που προκάλεσε και προκαλεί η γενικότερη τεχνολογική εξέλιξη και η «εισβολή» του καταναλωτικού μοντέλου ζωής και της «φιλοσοφίας» του στις τοπικές κοινωνίες και το παραδοσιακό πολιτιστικό πρότυπο ζωής τους. Γιατί η συγκεκριμένη παγκοσμιοποίηση είναι μαζί με όλα τα άλλα, αν όχι πάνω από όλα τα άλλα, μια ισοπεδωτική πολιτιστική διαδικασία, ένας πολιτιστικός οδοστρωτήρας, ιδίως για τις εθνικές συλλογικότητες που δεν το έχουν συνειδητοποιήσει και παρουσιάζονται με μειωμένες ή και ανύπαρκτες πολιτιστικές αντιστάσεις.
Βρισκόμαστε προ πολλού μπροστά σε μια νέα πραγματικότητα. Αυτές που λέμε τοπικές κοινωνίες πρέπει όλο και περισσότερο να νοούνται χωρίς χωριά, όπως τα ξέραμε, ή με ελάχιστα χωριά, με λίγες όλο και διογκούμενες κωμοπόλεις και τις επίσης διογκούμενες πρωτεύουσες νομών. Αλλά με φθίνουσα τη δική τους (εσωτερική, αυτόχθονα) πολιτιστική ζωή.
Επιπροσθέτως πρέπει να νοούνται και με τον νέο παράγοντα των οικονομικών μεταναστών, που σε ορισμένες περιοχές αρχίζουν να διαμορφώνουν συνθήκες πολυ/πολιτισμικής πραγματικότητας, που είναι κάτι το κρίσιμα νέο στην πολιτιστική μας ζωή, για το οποίο και βρεθήκαμε παντελώς απαράσκευοι.
Συνοψίζοντας θα μπορούσαμε να πούμε πως οι σημερινές τοπικές κοινωνίες, με τις αθροίσεις ανθρώπων διαφορετικών τοπικών πολιτιστικών προελεύσεων, βρίσκονται σε ένα μεταβατικό στάδιο, με τις πόλεις, τις κωμοπόλεις και τα εναπομείναντα χωριά να ψάχνουν το νέο πολιτιστικό τους πρόσωπο, υπό την καταλυτική επήρεια… της τηλεοπτικής υποκουλτούρας.
Ποια είναι, όμως, τα «άυλα σύνορα», τα πολιτιστικά σύνορα των τοπικών κοινωνιών, αυτά υπέρ των οποίων καλούνται να αντισταθούν;
Κι επειδή δεν πρέπει να καλλιεργούμε εξιδανικευτικούς μύθους ή να τρέφουμε ψευδαισθήσεις για τις αντοχές του παραδοσιακού πολιτιστικού μας προτύπου σε όλες του τις τοπικές εκδοχές, ήδη σαφώς υπαινίχτηκα πολλά με το ουίσκι, εντελώς ενδεικτικά και προσθετικά σημειώνω πως:
Παρακολουθώντας την πορεία των «Αδελφοτήτων» των Ηπειρωτών Αττικής διαπιστώνει κανείς το σταδιακό πολιτιστικό τους αποχρωματισμό. Για παράδειγμα, παλιότερα στους ετήσιους χορούς το 90% ήταν ηπειρώτικα, ενώ τώρα δεν είναι ούτε το 10%. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στις εκδηλώσεις αποδήμων απ’ τις άλλες περιοχές του τόπου μας.
& Επίσης, στα πανηγύρια των χωριών όλο και περισσότερο κυριαρχεί μια «νεοδημοτική» μουσική υποκουλτούρα κακού μέσου όρου… σε ρυθμό «ντάμπα-ντούμπα», πολύ μακριά απ’ την αισθητική και το μουσικο/χορευτικό ήθος των εξαιρετικών τοπικών εκφάνσεων της πλούσιας ελληνικής παράδοσης.
Τούτων δοθέντων, η συναισθηματικού και νοσταλγικού χαρακτήρα πολιτιστική αντίσταση είναι δήθεν αντίσταση. Είναι μια εκτονωτική αναπόληση των γενεών που έχουν μνήμες απ’ το άλλοτε ποτέ λειτουργικό παραδοσιακό πολιτιστικό μας πρότυπο. Δεν είναι πολιτιστική αντίσταση που αντιστοιχεί στη σύγχρονη πραγματικότητα και κοιτάζει στο μέλλον. Όπως δεν είναι πολιτιστική αντίσταση, το έχουμε ήδη σημειώσει, οι διάφορες ετήσιες φολκλορικού χαρακτήρα πολιτιστικές εκδηλώσεις δήμων, κοινοτήτων και πολιτιστικών συλλόγων στη ζώνη του Αυγούστου.
Κι εδώ ακριβώς, προσπαθώντας να βάλουμε τα δάχτυλά μας επί τον τύπον των ήλων, πρέπει να ιδούμε ποιος είναι ο ανθεκτικός στο χρόνο αξιακός (και ταυτοτικός) πυρήνας των τοπικών κοινωνιών, τον οποίο πρέπει οι πολίτες τους να υπερασπίζονται με φαντασία και εμπνευσμένη δημιουργικότητα.
Χωρίς αμφιβολία, η μόνη σωστή και αναγκαία πολιτιστική αντίσταση είναι αυτή που, εκκινώντας απ’ τον ανθεκτικό στο χρόνο αξιακό πυρήνα, εκφράζεται με εμπνευσμένη δημιουργικότητα, ανατροφοδοτώντας, εμπλουτίζοντας και ανανεώνοντας την τοπική και την εθνική (συλλογική) πολιτιστική μας ιδιαιτερότητα.
Γιατί, τόσο στις συρρικνούμενες (και φθίνουσες πολιτιστικά) κοινότητες, όσο και στις μικρότερες ή μεγαλύτερες «χοάνες» των γιγαντούμενων πρώην κωμοπόλεων και πόλεων της περιφέρειας, οι άνθρωποι, ανεξαρτήτως της ιδιαίτερης τοπικής (εντός συνήθως περιφέρειας) πολιτιστικής τους αφετηρίας, έχουν στο βάθος τους μια κοινή αξιακή βάση, με ρίζες στο πολύ μακρινό παρελθόν.
Αυτή η κοινή στο βάθος της αξιακή βάση των τοπικών μας κοινωνιών είναι το έσχατο οχυρό που δεν πρέπει ποτέ να αλωθεί.
Πρώτο στοιχείο αυτής της κοινής αξιακής βάσης είναι η γλώσσα, που δεν είναι απλώς ένα μέσο επικοινωνίας αλλά αξία καθεαυτή και φορέας αξιών. Η γλώσσα μας είναι η ψυχή του πολιτισμού μας, το θεμέλιο της πολιτιστικής μας ταυτότητας, το μαγικό νήμα που διαπερνά τους αιώνες και τις χιλιετίες της ιστορικής μας διαδρομής και περιπέτειας, αυτό που μας συνέχει ως λαό και εθνότητα. Μόνο τυχαία ο Διονύσιος Σολωμός δεν είχε στο νου του τίποτε άλλο εκτός από ελευθερία και γλώσσα (Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα) και μόνο τυχαία ο Οδυσσέας Ελύτης στο μνημειώδη λόγο του στην Ακαδημία της Στοκχόλμης, κατά την απονομή του Βραβείου Νόμπελ στη Λογοτεχνία, δεν μας διδάσκει πως η γλώσσα «αποτελεί εργαλείο μαγείας και φορέα ηθικών αξιών».
Που σημαίνει πως η γλώσσα μας, πρωτίστως η κοινή αλλά και οι τοπικές της εκφορές (διάλεκτοι), πρέπει να είναι η πρώτη έγνοια της πολιτιστικής μας αντίστασης, καθώς το μαγικό της νήμα, που διαπερνά και ορίζει τα «άυλα σύνορά» μας, τα εθνικά και τα τοπικά, δεν πρέπει να ξεφτίσει και να κοπεί, αν θέλουμε να μη χαθούμε στο θολό ωκεανό της παγκοσμιοποίησης.
Μαζί με τη γλώσσα, αλλά και διαμέσου της γλώσσας, έρχονται και όλα εκείνα τα αξιακά στοιχεία, που συνθέτουν τον πολύ σημαντικό πολιτιστικό και ηθικό κώδικα, αυτόν που προσδιορίζει την ελληνική στάση ζωής τόσο στην καθημερινή της διάσταση όσο και στις οριακές της στιγμές, όπως, μέρες που είναι, τις ακραία ηρωϊκές στιγμές του έπους του ’40 και της Αντίστασης, όπου, χάρη στο κληρονομούμενο πρωτίστως μέσ’ απ’ τη ζώσα παράδοση αντιστασιακό και ανυπότακτο ήθος ζωής, ένας «μικρός λαός πολεμά, δίχως σπαθιά και βόλια, για όλου του κόσμου το ψωμί, το φως και το τραγούδι» (Γιάννης Ρίτσος).
Κι επειδή τίθεται πιεστικά το ερώτημα για το ποιά είναι αυτά τα αξιακά στοιχεία, απλώς θα σας υποψιάσω επ’ αυτού, στηριζόμενος εν πολλοίς στην εξαιρετική μελέτη του Ερατοσθένη Καψωμένου: «Αναζητώντας το χαμένο ευρωπαϊκό πολιτισμό» (Εκδ. Πατάκη), μοναδική και ανεκτίμητη επιστημονική μελέτη του παραδοσιακού πολιτιστικού μας προτύπου με βάση το νεοελληνικό ποιητικό λόγο.
Κάποια, λοιπόν, απ’ αυτά τα βασικά αξιακά στοιχεία του παραδοσιακού πολιτιστικού μας προτύπου, που εδράζονται στις τρεις θεμελιώδεις για τον ανθρώπινο πολιτισμό ισορροπίες: α) την μεταξύ ανθρώπου-φύσης, β) ατόμου-κοινωνίας και γ) πολιτισμού-φύσης, είναι: η ενότητα ανθρώπου-φύσης, η ισοτιμία φυσικών και ηθικών αξιών, η ταύτιση κάλλους-αγαθού, η ενότητα υλικού και πνευματικού κόσμου, η όχι εργαλειακή περί ορθού λόγου εκδοχή, η συνύπαρξη των αντιθέτων, η σύζευξη ατομικών και κοινωνικών αξιών. Αλλά και οι πολιτικές αξίες (με την αδιαμφισβήτητη πολιτιστική τους διάσταση), η φιλοξενία (με το αντιρατσιστικό της βάθος), το φιλότιμο (ως έκφραση βαθιάς αξιοπρέπειας και ευγενούς υπερηφάνειας), η λεβεντιά (που θέλει τον ήρωα να σκοτώνεται για τους άλλους και όχι να τους σκοτώνει, όπως οι Ράμπο του παγκοσμιοποιούμενου αμερικάνικου πολιτιστικού προτύπου) και ο καημός (με τον έρωτα για τη ζωή στο βάθος του), που επίσης πρέπει να αναδείξουν οι μελετητές του παραδοσιακού πολιτιστικού μας προτύπου.
γ. Κι έρχομαι στο τρίτο και τελευταίο μέρος της παρέμβασής μου, που συνδέεται με το πώς «προστατεύεται» η κοινή αξιακή βάση των τοπικών κοινωνιών και μαζί η προοπτική της στο παγκοσμιοποιούμενο διεθνές περιβάλλον.
Θα ξεκινήσω απ’ τα απαισιόδοξα κάπως, αφού τα της αξιακής βάσης του πολιτιστικού μας προτύπου, λέω το αυτονόητο, δεν είναι γονιδιακής αλλά ιστορικοκοινωνικής τάξης πρόβλημα. Και τα απαισιόδοξα σχετίζονται με το αν και κατά πόσο αυτή η αξιακή βάση των τοπικών κοινωνιών αντέχει στις διαβρώσεις των καιρών, που εκπορεύονται απ’ το πλέγμα των εξωγενών και ενδογενών παραγόντων και αιτίων, όπως πιο πάνω επισημάναμε.
Χωρίς πολλά-πολλά λέω πως αυτή η αξιακή βάση γνωρίζει μια απ’ τις μεγαλύτερες δοκιμασίες στην ιστορική διαδρομή του ελληνισμού, έτσι που σε ορισμένες περιπτώσεις ίσως ανακύπτει και πρόβλημα ανακατάκτησης και επανάκτησης της βαθύτερης ουσίας της. Σε κάθε όμως περίπτωση προκύπτει ανάγκη κεντρικής και τοπικής πολιτικής πολιτισμού, ως καθοριστικού όρου για να συνεχίσουμε και μέσα απ’ τον ωκεανό της παγκοσμιοποίησης το ταξίδι μας στο χρόνο και την αιωνιότητα.
Που σημαίνει πως αν αφεθούμε στον αυτόματο πολιτιστικό πιλότο, είτε από αφελή αίσθηση αυτάρκειας είτε από αδιαφορία, οι προοπτικές δεν προοιωνίζονται καλές. ΄Αρα δεν πρέπει να αφεθούμε, άρα πρέπει να χαράξουμε εθνική πολιτική πολιτισμού, που θα ενισχύεται και από τοπικές πολιτικές πολιτισμού, εννοείται μέσα σε υποδειγματικό πολιτικό πλαίσιο ανοιχτής δημοκρατικής κοινωνίας, που δεν διανοείται να χρησιμοποιήσει «συρματοπλέγματα» για να προστατεύσει την πολιτιστική ιδιαιτερότητά της.
Γιατί, το υποδειγματικό δημοκρατικό πλαίσιο είναι η πολιτική διάσταση ή η πολιτική βάση της πολιτιστικής μας ιδιαιτερότητας, ουσιαστικό της δηλαδή στοιχείο, καθώς είναι ασύμβατη με λογικές αποκλεισμών, με λογικές περιχαράκωσης, με φοβικά σύνδρομα και ρατσιστικές αντιδράσεις.
Αν το υποδειγματικό δημοκρατικό πλαίσιο είναι το πρώτο απ’ τα αυτονόητα σύμφυτα και προαπαιτούμενα εθνικής και τοπικής πολιτικής πολιτισμού, το δεύτερο απ’ τα αυτονόητα, ως διαβατήριο για το μέλλον, είναι η πολιτιστική ποιότητα. Οπότε η πολιτική πολιτισμού σε εθνική και τοπική βάση πρέπει να στοχεύει στην ποιότητα. Μπροστά πηγαίνεις ξετυλίγοντας δημιουργικά το νήμα της παράδοσης και του πολιτισμού, άρα υπερβαίνοντας με νέες ποιοτικές δημιουργίες το εκάστοτε χθες και όχι αναπαράγοντας το πολιτιστικό παρελθόν.
Με αυτονόητο πως δεν ψάχνουμε κάποιο νέο πολιτιστικό μύθο, κάποιο πολιτιστικό δόγμα, θα ήθελα απλώς να σηματοδοτήσω το πνεύμα μιας αναγκαίας τοπικής πολιτικής πολιτισμού στους καιρούς μας.
Μια αναγκαία, λοιπόν, τοπική πολιτική πολιτισμού, εναρμονισμένη στο βάθος της με την κεντρική, πρέπει να στοχεύει στην ενδυνάμωση του τοπικού πολιτιστικού χρώματος ως συστατικού στοιχείου του εθνικού πολιτισμού. Και να στοχεύει σ’ αυτό σωστά. Όχι με τοπικιστικές στενοκεφαλιές ή με αφελείς εκδοχές «επιστροφής στις ρίζες», όπως κατά καιρούς ακούγεται. Η πολιτιστική αντίσταση των τοπικών κοινωνιών πρέπει να κοιτάζει στην οικουμένη και στο μέλλον. Υπ’ αυτή την έννοια, στη σωστή της εκδοχή, κι η «επιστροφή στις ρίζες» πρέπει να κοιτάζει στην οικουμένη και στο μέλλον.
Επιμένω στη φιλοσοφία της πολιτιστικής αντίστασης, γιατί αυτή πρέπει να περάσει απ’ τις συμπληγάδες του «προγονολατρικού ελληνοκεντρισμού», που αγνοεί πως ούτε ο πολιτισμός μας είναι θρησκεία ούτε η ελληνικότητα δόγμα, και του «εκσυγχρονιστικού κοσμοπολιτισμού», που ενοχλείται σφόδρα από ό,τι το ελληνικό. Όπως και δεν πρέπει να παγιδευτεί στους μικρότερους ή μεγαλύτερους τοπικούς «πατριωτισμούς». Που σημαίνει πως η χάραξη της τοπικής πολιτικής πολιτισμού είναι μείζονος σημασίας θέμα, θα έλεγα θέμα πρώτης προτεραιότητας, που απαιτεί ωριμότητα και σοφία απ’ τις τοπικές πολιτικές και πνευματικές ηγεσίες. Γιατί, αυτά που συνήθως γίνονται και προβάλλονται ως πολιτιστική πολιτική είναι υποκατάστατα τέτοιας πολιτικής.
Μετά ταύτα και για τη σηματοδότηση απλώς αυτής της πολιτικής, θα αρκεστώ, προδιαγράφοντας το πλαίσιό της, να σημειώσω τους βασικούς της άξονες:
1ος Ουσιαστική μελέτη των τοπικών πολιτισμών, ανάδειξη και ανατροφοδότηση των ανθεκτικών στο χρόνο στοιχείων της αξιακής τους βάσης.
2ος Λειτουργική σύνδεση της τοπικής εκπαίδευσης με τις χαρακτηριστικές ποιοτικές εκφάνσεις των τοπικών πολιτισμών, προφανώς και με την ιστορία τους. Το ίδιο ισχύει και για τα τοπικά Μ.Μ.Ε.
3ος Ενίσχυση των πηγών της ζώσας τοπικής παράδοσης, του τοπικού λαϊκού πολιτισμού και της τοπικής λαϊκής τέχνης με ποιοτικά πάντοτε κριτήρια και με τη ματιά στο μέλλον.
4ος Προστασία της τοπικής πολιτιστικής κληρονομιάς (αρχαίας, μεσαιωνικής και νεότερης) πρωτίστως απ’ τις ίδιες τις τοπικές κοινωνίες, αλλά και προστασία της τοπικής φυσικής κληρονομιάς.
5ος Αυστηρά ποιοτικά κριτήρια τόσο για τη διοργάνωση φολκλορικο/τουριστικών πολιτιστικών εκδηλώσεων, όσο και για την παραγωγή τοπικών παραδοσιακών προϊόντων ή τη δημιουργία ειδών λαϊκής τέχνης.
& 6ος Δημιουργία πολιτιστικών υποδομών σε τοπική και περιφερειακή κλίμακα με την αρμονική συνεργασία των τοπικών και περιφερειακών πολιτιστικών φορέων (Θέατρα, μουσεία, πολιτιστικά εργαστήρια, βιβλιοθήκες…).
Οι τοπικές κοινωνίες πρέπει να αφυπνιστούν και να οργανώσουν τη σωστή πολιτιστική τους άμυνα στις νέες συνθήκες ζωής. Είναι άδικο για το δικό τους πολιτισμό να αφήνονται στην κατανάλωση της τηλεοπτικής ή της όποιας διακινούμενης υποκουλτούρας.
Κλείνοντας, θα ήθελα να τονίσω πως όσο τίποτε άλλο και όσο ποτέ άλλοτε χρειαζόμαστε οι σημερινοί ΄Ελληνες έναν ριζικό αναπροσανατολισμό της πολιτιστικής μας πορείας. Χρειαζόμαστε όχι μια πολιτιστική στρατηγική ελλαδικής κλίμακας αλλά κλίμακας οικουμενικού ελληνισμού. Αυτή όμως με τη σειρά της προϋποθέτει λογική και φιλοσοφία αποκεντρωμένης λειτουργίας, που θα δώσει οξυγόνο ζωής στην περιφέρεια και στον τόπο. Κι αυτό γιατί το μίζερο, στενόμυαλο και ανασφαλές ελλαδικό εθνικό κράτος δεν «συρρίκνωσε» μόνο τον εξωελλαδικό ελληνισμό αλλά και τον ελλαδικό, οδηγώντας στη σημερινή ασφυξία της «Ελλάδος Λεκανοπεδίου Αττικής». Στην κατεύθυνση μάλιστα μιας ακραίας πολιτικής εθνικής ομογενοποίησης, έκαψε μαζί με τα όποια ξερά και τα χλωρά, καθώς ποτέ δεν κατάλαβε την εθνική αξία της πολιτιστικής πολυχρωμίας της ελληνικής περιφέρειας. Καιρός να βγάλουμε απ’ το λαιμό μας την «Οθωνο-βαυαρικής» αφετηρίας θηλειά του συγκεντρωτισμού και του αρχαιοκεντρισμού και να ξαναϊδούμε με άλλη ματιά την πορεία της Ελλάδας και του ελληνισμού πατώντας προφανώς γερά και σωστά σε όλο το πνευματικό μας παρελθόν.
Με την πολιτιστική ιδιαίτερα αποκέντρωση, ως διάσταση της αδυσώπητα αναγκαίας συνολικής αποκέντρωσης, μπορεί να ξανανθίσει πολιτιστικά η ελληνική περιφέρεια και μαζί της η Ελλάδα στο σύνολό της.
Απ’ το βιβλίο: Λαοκράτης Βάσσης - Αναζητήσεις πολιτιστικής πολιτικής, εκδ. ΤΑΞΙΔΕΥΤΗΣ