Αναζητώντας την πολιτιστική μας στρατηγική

Λαοκράτης Βάσσης

     α. Θα προτάξω τρία ερωτήματα και κάποιες χρήσιμες παραδοχές.

     1ο Ερώτημα: Τι είναι πολιτισμός

    Πολιτισμός, στο ευρύτερό του περιεχόμενο, είναι η συνολική ανθρώπινη δημιουργία. Στο πολύ ειδικότερο όμως περιεχόμενό του σημαίνει την πνευματική και ποιοτική διάσταση της ανθρώπινης δημιουργίας και ζωής.
    Υπ’ αυτή την ειδικότερή του έννοια είναι το πνευματικό άρωμα που αναδίδει η ανθρώπινη δημιουργία και ζωή. Είναι το άρωμα των αρωμάτων της ανθρώπινης δημιουργίας και ζωής. Που δεν ανέχεται συρματοπλέγματα. που δεν χωράει σε κουτάκια. Που δεν περιχαρακώνεται με τείχη. Που υπερβαίνει, προπαντός και ευτυχώς, τα πάσης φύσεως ιερατεία, θρησκευτικά και ιδεολογικά.
    Ο συνεπαγόμενος προϊδεασμός αυτής του της θεώρησης είναι προφανής. Ως δημιουργική έκφραση και ως μαγικό ισοδύναμο της ανθρώπινης ελευθερίας ο πολιτισμός προϋποθέτει, πραγματώνει και δικαιώνει την ελευθερία στη βαθύτερη πνευματική της ουσία και στο βαθύτερο πνευματικό της περιεχόμενο. Γι’ αυτό ό,τι δεν ανέχεται και δεν αντέχει η ελευθερία, δεν το ανέχεται και δεν το αντέχει και ο πολιτισμός.
    Ό,τι κοστίζει στην ελευθερία, κοστίζει και στον πολιτισμό. Που σημαίνει πως ελευθερία και πολιτισμός συναποτελούν διαλεκτική ενότητα.

     2ο Ερώτημα: Τι είναι πολιτιστική στρατηγική

     Ενθυμούμενοι την πολιτική αλφαβήτα θα μπορούσαμε να πούμε πως πολιτιστική στρατηγική είναι ο μακρόπνοος πολιτιστικός σκοπός (ο ιδεατός στόχος) και πολιτιστική πολιτική το πώς φτάνουμε στο σκοπό (η πραγμάτωσή του). Αλλά έτσι απλώς μετακυλίουμε το ζητούμενο στον προσδιορισμό του σκοπού ή, καλύτερα, στη σηματοδότηση της πολιτιστικής μας τροχιάς στο (ορατό) μέλλον.
     Κι επειδή αυτό ακριβώς είναι το δύσκολο, πρέπει προκαταβολικά, είναι όρος αυτοπροστασίας μας, να ξορκίσουμε τον ελλοχεύοντα κίνδυνο της ιδεολογικοποίησης του σκοπού, για να αποφύγουμε ό,τι αυτή συνεπάγεται.
     Που σημαίνει πως δεν πρέπει να αντιμετωπίζουμε την πολιτιστική στρατηγική με κλειστούς όρους ιδεολογίας, που περιχαρακώνουν, αλλά με όρους γενικών κατευθύνσεων και γενικές συντεταγμένες, που καθεαυτές συνιστούν την ουσία της και εγγυώνται τους ανοιχτούς της ορίζοντες, με δεδομένο πάντοτε πως όλες οι πολιτιστικές ιδιαιτερότητες έχουν την ανάλογη (με βάση την ποιότητά τους) οικουμενική αναφορά.
     Άρα, αν θέλουμε να μιλάμε για ελληνική πολιτιστική στρατηγική, δεν πρέπει να εννοούμε ένα κλειστό σύστημα πολιτιστικών αξιών, θεωρούμενων ως αναλλοίωτων στο χρόνο, αλλά μακρόπνοες πολιτιστικές κατευθύνσεις και γενικές πολιτιστικές συντεταγμένες, που θα μας επιτρέψουν να συνεχίσουμε το πολιτιστικό μας ταξίδι ως Έλληνες, ξετυλίγοντας και εμπλουτίζοντας διαρκώς την πολιτιστική μας ιδιαιτερότητα, με τον οικουμενικής ακτινοβολίας αξιακό της πυρήνα και με βαθιά πάντοτε συνείδηση πως άλλο διαβατήριο προς το μέλλον απ’ την ποιοτική πολιτιστική δημιουργία του λαού μας δεν υπάρχει.
     Κι η πολιτιστική μας στρατηγική σ’ αυτή προφανώς τη δημιουργία πρέπει να στοχεύει κι αυτή τη δημιουργία πρέπει να υπηρετεί, με ανοιχτές όλες τις πόρτες και όλα τα παράθυρά μας στον κόσμο, αλλά και με σταθερό δεδομένο πως η γλώσσα μας και το αξιακό άρωμα της παράδοσής μας είναι το μέγα ταυτοτικό μας εχέγγυο, αυτό που ορίζει και τη ζωντανή πολιτιστική μας ιδιαιτερότητα.

     3ο Ερώτημα: Αν έχουμε πρόβλημα πολιτιστικής στρατηγικής

     Απ’ την αρχή της Μεταπολίτευσης, οπότε και αρχίσαμε να ξεφεύγουμε απ’ τη χρόνια παγίδευσή μας στον προγονολατρικό εθνοκεντρισμό, είμαστε σε κατάσταση παρατεταμένης πολιτιστικής αμηχανίας, επικαλυπτόμενης όμως όλο και περισσότερο από μια εσπεριόπληκτη εκδοχή εκσυγχρονισμού, αρκούντως αποδομητική παντός του ελληνικού, που, μαζί με τα παρελθοντοκεντρικά απόνερα, πετάει και το «παιδί». Με την αρχαιολατρία πετάει και τους αρχαίους, με την ελληνολατρία και τους Έλληνες, με την απλοϊκή εκδοχή της ιστορικής μας συνέχειας και την ίδια την ιστορική μας συνέχεια, διακινώντας προοδευτικοφανώς τη θεωρία πως ούτε λίγο ούτε πολύ η σημερινή Ελλάδα είναι ένα κατασκευασμένο (απ’ το κράτος) εθνικό μόρφωμα, που προέκυψε απ’ τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Κι αυτό κατά μηρυκαστική μεταφορά στα καθ’ ημάς της νεωτερικής ιστοριογραφίας, που, αγνοώντας το ελληνικό παράδειγμα και όχι μόνο, αποφαίνεται αυθεντικά πως «το κράτος κατασκευάζει το έθνος».
     Έτσι, μετακινηθήκαμε απ’ τα στερεότυπα της πάντοτε προβληματικής εθνικής μας ιδεολογίας, όπως αυτή θεμελιώθηκε κατά την Οθωνική περίοδο (Βαυαροκρατία), προς τον αντίποδά τους. Απ’ την ακρότητα, ας πούμε, του (νοσηρού) ελληνοκεντρισμού μετακινηθήκαμε προς την ακρότητα του (εξίσου νοσηρού) αντιελληνοκεντρικού «εκσυγχρονισμού», που μαζί με έναν μιμητικό «ευρωπαϊσμό», στον οποίο τελευταία προστίθενται και μεγάλες δόσεις νεοταξικής μετανεωτερικής σύγχυσης, προβάλλεται περίπου ως υποκατάστατο της νέας εθνικής μας ιδεολογίας. Χωρίς όμως κάποια επεξεργασία πρότασης εθνικής και ειδικότερα πολιτιστικής στρατηγικής σ’ αυτή την (αδιευκρίνιστη) κατεύθυνση, που, αν μη τι άλλο, θα συνιστούσε και ανάληψη ευθύνης για τη σηματοδοτούμενη γραμμή πλεύσης του τόπου μας.
     Τούτων δοθέντων, καθίσταται ρητορικό το ερώτημα αν έχουμε πρόβλημα πολιτιστικής στρατηγικής. Γιατί είναι αυτονόητο πως έχουμε, καθώς, ταλανιζόμενοι απ’ τις νοσηρές ακρότητες του δίπολου: «παράδοση» - «εκσυγχρονισμός», που στην πιο συνήθη εκδοχή του μεταμορφώνεται σε δίπολο «εθνικισμός» - «αποεθνοποίηση», σερνόμαστε προς το μέλλον χωρίς πολιτική πολιτισμού στην Ευρώπη (Ευρωπαϊκή Ένωση). Χωρίς πολιτική πολιτισμού στο παγκοσμιοποιούμενο διεθνές περιβάλλον. Χωρίς πολιτική στήριξης της πολιτιστικής μας ιδιαιτερότητας στην Ευρώπη και στο σύγχρονο κόσμο. Χωρίς πολιτική στήριξης των εκτός Ελλάδος προαιώνιων εστιών ελληνικού πολιτισμού. Χωρίς πολιτική πολιτιστικής στήριξης της ανά τον κόσμο ελληνικής ομογένειας. Χωρίς, που είναι και το μείζον, στέρεη πολιτιστική βάση στην παιδεία μας, που αυτή πρωτίστως διαμορφώνει την ελληνική συνείδηση στα παιδιά μας. Χωρίς εντέλει πολιτιστική πυξίδα προσανατολισμού στο θολό ωκεανό της παγκοσμιοποίησης, που θα καταπιεί όσες πολιτιστικές ιδιαιτερότητες δεν είναι προετοιμασμένες να αντέξουν τα ισοπεδωτικά του κύματα.

     Θα ολοκληρώσω το εισαγωγικό πρώτο μέρος με τις κάποιες χρήσιμες, θέλω να πιστεύω, παραδοχές:

  • Ο ελληνισμός δεν είναι θρησκεία και δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται με όρους μεταφυσικής, ως αξιακό δηλαδή σύστημα αναλλοίωτο στο χρόνο. Με την ίδια λογική, ο ελληνισμός δεν είναι ιδεολογία, δεν είναι κλειστό σύστημα ιδεών και αξιών επίσης αναλλοίωτο στο χρόνο.
  • Η ελληνικότητα δεν είναι δόγμα και δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως δόγμα, ως σύστημα κανόνων που ορίζουν πότε ένα έργο είναι ή δεν είναι ελληνικό και που γενικώς ξεχωρίζουν ό,τι το ελληνικό απ’ το μη ελληνικό
  • Ο ελληνικός πολιτισμός είναι ζωντανός πολιτισμός, ανοιχτός, πλουραλιστικός απ’ τα πρωτοκύτταρά του. Είναι πολυδύναμος και πολύμορφος πολιτισμός, που συνυφαίνεται με έναν ανοιχτό και αδογμάτιστο τρόπο ζωής. Η κάθε περίοδός του δεν συνιστά αναπαραγωγή ενός υποτιθέμενου πολιτιστικού προτύπου (δόγματος), που το ορίζουν επίσης υποτιθέμενοι κανόνες ελληνικότητας. Ούτε μπορεί να κρίνεται με όρους αυθεντικής έκφρασης ή απομάκρυνσης απ’ αυτούς τους υποτιθέμενους κανόνες. Με δεδομένη την πολιτιστική συνέχεια διαμέσου των αιώνων και των χιλιετιών, νοούμενη όχι απλοϊκά αλλά σε όλη της τη συνθετότητα, που δεν τη διασφαλίζουν κάποια κοινά και αναλλοίωτα πολιτιστικά στοιχεία, αλλά κάποια κοινά, ζωντανά και αενάως εξελισσόμενα, όπως το μαγικό υφάδι της γλώσσας μας, η κάθε περίοδος του ελληνικού πολιτισμού (αρχαία, ελληνιστική, βυζαντινή, νεοελληνική) είναι μια νέα του φάση, με αναμφισβήτητες πολιτιστικές επιβιώσεις απ’ τις προγενέστερες, αλλά και με νέα πολιτιστικά στοιχεία που απαντούν στις εκάστοτε νέες ανάγκες.
  • Η ζώσα πολιτιστική μας ταυτότητα, η σημερινή ελληνική πολιτιστική ταυτότητα, ως ιδιαιτερότητα που τη συνθέτουν όλα εκείνα τα στοιχεία που κάνουν το λαό μας να ξεχωρίζει μεσ’ στην ευρύτερη κοινότητα των εθνών, είναι ένα διαρκές πολυδιάστατο, πολυσύνθετο και πολύχρωμο γίγνεσθαι, ασύμβατο με κανονιστικού χαρακτήρα ρυθμίσεις.
         Κάτω απ’ το ελληνικό πρόσωπό μας υπάρχουν… τα πολλά μας «πρόσωπα», που συναιρούμενα το προσδιορίζουν. Ο Γιάννης Ρίτσος το εκφράζει υπέροχα:


    Πολλά πρόσωπα αλλάξαμε, πολλά, όχι προσωπεία.
    Πίσω από χίλια πρόσωπα κρυφτήκαμε. Μπλεχτήκαμε
    με θεούς και μύθους, μ’ άλλους φωτισμούς, μ’ άλλους χρόνους
    για να σκεπάσουμε το πρόσωπό μας το βαθύ, το πικρό, το αμετάβλητο,
    το άφταιγο, το τιμημένο, το μόνο δικό μας.

  • Οι πολιτιστικές ιδιαιτερότητες είναι συστατικά στοιχεία του παγκόσμιου πολιτισμού κι η αλληλεπίδρασή τους, ο διάλογος δηλαδή των πολιτισμών, όρος της ύπαρξής τους και της εξέλιξής τους. Πολιτιστική καθαρότητα, στην κυριολεξία της, την οποία δεν πρέπει να συγχέουμε με την πολιτιστική ιδιαιτερότητα ή και την πολιτιστική μοναδικότητα, ούτε ποτέ υπήρξε και ούτε μπορεί να υπάρξει, πολύ περισσότερο στις συνθήκες παγκοσμιοποίησης των καιρών μας. Οι περί πολιτιστικής καθαρότητας αντιλήψεις, που συνήθως αναπέμπουν και σε φυλετικές καθαρότητες, είναι και αντιεπιστημονικές και επικίνδυνες. Η ανθρωπότητα έχει πληρώσει ακριβά και πληρώνει ακόμη και στις μέρες μας εμμονές σε τέτοιες λογικές, που αντιστρατεύονται την αυτονόητη πλουραλιστική συνύπαρξη των λαών και των εθνοτήτων
         Που σημαίνει πως εμείς, ως φορείς ανοιχτού και οικουμενικού πολιτισμού, πρέπει να πορευόμαστε προς το μέλλον με ανοιχτά τα «παράθυρά» μας στον κόσμο, μακριά από αμυντικές λογικές περιχαράκωσης, παντελώς ασύμβατες με την οδυσσειακή ψυχή μας και τη βαθύτερη ουσία του πολιτισμού μας, αλλά και με κριτική πάντοτε προσέγγιση των ξένων πολιτιστικών στοιχείων. Κι είναι ως προς αυτό πολύ διδακτικός ο Μαχάτμα Γκάντι:
        
         Δεν θέλω να χτίσω τείχη γύρω απ’ το σπίτι μου, ούτε τα παράθυρά μου να σφραγίσω. Θέλω τα πολιτιστικά ρεύματα από όλα τα μέρη της γης να κυκλοφορούν στο σπίτι μου όσο πιο ελεύθερα γίνεται. Σε κανένα απ’ αυτά όμως δεν θα επιτρέψω να με παρασύρει.

  • Αυτή η συνύπαρξη μας οδηγεί στην πολυπολιτισμικότητα, που πρέπει να νοείται ως πολιτιστική πολυφωνία και πολλαπλότητα (πολιτιστικός πλουραλισμός). Μ’ αυτό το περιεχόμενο προφανώς και είναι ένας «αθώος» όρος, που εκφράζει και προδιαγράφει το σεβασμό όλων των πολιτιστικών χρωμάτων ως ανεκτίμητο πλούτο της ζωντανής πολιτιστικής πραγματικότητας. Όπως προδιαγράφει και την αναγκαιότητα του γόνιμου «διαλόγου» και της αβίαστης αλληλεπίδρασης των πολιτιστικών ιδιαιτεροτήτων, με διαρκές ζητούμενο την εναρμόνισή τους. Δεν είναι όμως πάντοτε αυτονοήτως αθώα η επίκλησή της, καθώς πολύ συχνά πίσω απ’ τη φετιχιστική της προβολή κρύβονται ύποπτες προσπάθειες αποδόμησης ενοχλητικών στη νέα τάξη πραγμάτων εθνικο/πολιτιστικών συλλογικοτήτων. Για του λόγου το αληθές δεν έχουμε παρά να σκεφτούμε τα περί «μακεδονικής», έτσι ακριβώς, και «τουρκικής», επίσης έτσι ακριβώς, μειονότητας στη Μακεδονία και στη Θράκη των άσπονδων φίλων μας των Αμερικανών, που μόνο προϊόν πολυπολιτισμικής ευαισθησίας δεν είναι.

 

     β. Στο δεύτερο μέρος της ομιλίας μου θα επιδιώξω μια περαιτέρω αποσαφήνιση του πολιτιστικού μας προβλήματος, αλλά και του σκεπτικού αντιμετώπισής του.

     Σε συνέντευξή της («Η εικόνα έχει γίνει το όπιο του λαού», Κυριακάτικη Καθημερινή, 22/10/06) η διαπρεπής Βουλγάρα καθηγήτρια Τζούλια Κρίστεβα μεταξύ σημαντικών άλλων έλεγε: «Η σύγχρονη Ελλάδα είναι, νομίζω, μια χώρα που ψάχνει τον εαυτό της, την πολιτισμική της ταυτότητα σε σχέση με ένα δυσβάσταχτο παρελθόν, που δεν καταφέρνει να το εκσυγχρονίσει. Ούτε να το παρουσιάσει στην αρχαία αίγλη του ούτε να το προσαρμόσει στο σύγχρονο κόσμο, ώστε να βρει τη θέση που της ταιριάζει». Όπως βλέπουμε η καλή γειτόνισσά μας, που κατά δήλωσή της νιώθει Βυζαντινή, μοιάζει να έχει περισσότερο από πολλούς της ημετέρας διανόησης συνάφεια με το πολιτιστικό μας πρόβλημα («ψάχνουμε, λέει, τον εαυτό μας»), έστω κι αν δεν μπορεί να το συλλάβει πλήρως στην πραγματική του διάσταση.
     Γιατί εμείς, κατά βάθος, δεν ψάχνουμε τον εαυτό μας αλλά μια διπλή συμφιλίωση, μια σωστή δηλαδή σχέση:
     Πρώτον, με τον εαυτό μας, με το νεοελληνικό μας πρόσωπο, που έχει τον ιστορικο/πολιτισμικό του προσδιορισμό και που τόσο επιβαρύνθηκε απ’ την κλασικότροπη (και καλοπροαίρετη!) Οθωνο/βαυαρική πολιτική πολιτισμού. Θα μπορούσαμε, μάλιστα, να πούμε πως αυτή η παρέμβαση κλόνισε… έως διαζυγίου τη σχέση με τη νεοελληνική υπόσταση του προσώπου μας, που περίπου, άλλοτε ρητά και άλλοτε υπόρρητα, θεωρήθηκε εκπεσμένη ή και εκφυλισμένη εκδοχή της αρχαίας μας εικόνας. Οι καθαρευουσιάνικες ελληνικούρες, για να είναι… σωστοί Έλληνες, απλών μας ανθρώπων, είναι μια συνήθης και κωμικοτραγική επιβεβαίωση αυτής της αλήθειας.
     & Δεύτερον, συμφιλίωση με το παρελθόν μας, το δυσβάσταχτο κατά Κρίστεβα, πρωτίστως το αρχαιοελληνικό, το κλασικό μας παρελθόν, αλλά και με όλες τις μετέπειτα μεγάλες περιόδους του πολιτισμού μας, με έμφαση στη βυζαντινή, που συνδέεται και με την ορθόδοξη διάσταση της ιδιοπροσωπίας μας.
     Αυτή η διπλή συμφιλίωση θα μας λυτρώσει από τα παγιδευτικά και αυτοαναιρετικά συμπλέγματα ανωτερότητας ή κατωτερότητας, που εξακολουθούν να βραχυκυκλώνουν την πορεία μας προς το μέλλον.
     Είναι αυτονόητο πως η καλή σχέση με το δικό μας παρελθόν και όλες τις φάσεις του πολιτισμού μας πρέπει να συμπληρώνεται απ’ την καλή σχέση με το πνευματικό παρελθόν και τις πνευματικές κορυφώσεις ολόκληρης της ανθρωπότητας, όπως και με την πανανθρώπινη σύγχρονη πνευματική δημιουργία, χωρίς νοσηρά συμπλέγματα και προπαντός χωρίς αφελή αμυντικά σύνδρομα.
     Γιατί χωρίς καλό «διάλογο» με το δικό μας πνευματικό παρελθόν, αλλά και με το πνευματικό παρελθόν και το πνευματικό παρόν ολόκληρης της ανθρωπότητας, δεν μπορεί να υπάρξει καλός «διάλογος» με το μέλλον, που είναι και το μεγάλο ζητούμενο.
     Μετά ταύτα, περνάμε στη φιλοσοφία αντιμετώπισης του πολιτιστικού μας προβλήματος και στις αλήθειες που τη συνοδεύουν και τη συνιστούν.
     Η άμυνα ενός πολιτισμού είναι πρωτίστως εσωτερική, είναι συναρτημένη με τις αξίες του και την ανθεκτική ανταπόκρισή τους στις ανάγκες της ζωής, έτσι ώστε να προκύπτει ένας αφεαυτού διακριτός και αυτονοηματοδοτούμενος τρόπος του ζην, μια αληθινά δηλαδή ζώσα και αληθινά λειτουργική, άρα πραγματική πολιτιστική ταυτότητα. Αν δεν υπάρχει αυτός ο εσωτερικός λόγος ύπαρξής του, που αναδεικνύεται απ’ την αναμέτρησή του με τους άλλους πολιτισμούς και τα δικά τους πρότυπα ζωής, σημαίνει πως έχει «κάψει» τα πνευματικά του καύσιμα και δεν έχει μέλλον.
     Πώς μεταφράζεται αυτή η αλήθεια στην περίπτωσή μας; Πολύ απλά, για να παραμείνει ζωντανός ο δικός μας πολιτισμός, για να είναι λειτουργική η πολιτιστική μας ταυτότητα, πρέπει να έχει λόγο ύπαρξης, πρέπει να είναι αφεαυτού διακριτός και αυτονοηματοδοτούμενος ο ιδιαίτερός μας τρόπος του ζην. Άρα, πρέπει να είναι νοηματοδοτικός της ζωής μας ο εσώτατος αξιακός του πυρήνας. Γιατί, όπως γράφει (Πολιτιστικές «ταυτότητες» και «παγκοσμιοποίηση» – Εκδ. Εντελέχεια), ο Μητροπολίτης Περγάμου και ακαδημαϊκός Ιωάννης Ζηζιούλας: «Η πολιτιστική ταυτότητα δεν είναι μουσειακός θησαυρός ή φολκλορική ιδιαιτερότητα. Δεν είναι προγονική κληρονομιά και αγώνας για τη διάσωση ή συντήρησή της. Είναι κυρίως στάση ζωής, τρόπος του υπάρχειν. Εκεί θα πρέπει να στραφεί η προσοχή μας σε σχέση με την παγκοσμιοποίηση». Και θέτει το καίριο ερώτημα: «Κατά τι μπορεί να απειλήσει η παγκοσμιοποίηση την πολιτιστική ταυτότητα ενός λαού, που της έχει παραδοθεί ενδίδοντας στις δελεαστικές σειρήνες της ατομικής ευδαιμονίας, ο,τιδήποτε κι αν είναι το τίμημα γι’ αυτό»;
     Όπως αντιλαμβανόμαστε, ο Περγάμου βάζει τα δάχτυλα επί τον τύπον των ήλων και με τη θέση του πως «η ταυτότητα είναι στάση ζωής, τρόπος του υπάρχειν» και με το καίριο ερώτημά του περί του «τι απειλή για την πολιτιστική ταυτότητα ενός λαού συνιστά η παγκοσμιοποίηση, όταν αυτός ο λαός έχει από μόνος του ενδώσει στις δελεαστικές της σειρήνες». Το ερώτημά του μάλιστα αναδεικνύει και την τραγικότητα της σημερινής πολιτιστικής μας κατάστασης με την προϊούσα παράδοσή μας στον καταναλωτικό τρόπο ζωής και την εν πολλοίς αποδοχή της αντεστραμμένης κλίμακας αξιών του (τα υλικά αγαθά ως σκοπός στην κορυφή της και ο άνθρωπος ως μέσο στη βάση της!). Που σημαίνει πως όσο περισσότερο βυθιζόμαστε στον καταναλωτικό τρόπο ζωής, τόσο περισσότερο η δική μας ταυτότητα καθίσταται μουσειακή και φολκλορική, χωρίς καν, κι εδώ βρίσκεται η τραγικότητα, να συνειδητοποιούμε πως στο τέλος αυτού του μακάριου κατήφορου, αν δεν υπάρξει αφυπνιστική αντίσταση, βρίσκεται η ολοκλήρωση της πολιτιστικής μας αυτοαναίρεσης.
     Πριν αναφερθούμε δι’ ολίγων στον αξιακό πυρήνα του πολιτιστικού μας προτύπου, θα προσθέσουμε μερικές ακόμη σκέψεις σε ό,τι αποκαλέσαμε φιλοσοφία αντιμετώπισης του πολιτιστικού μας προβλήματος.
     Λένε κάποιοι: «κινδυνεύουμε, χάνουμε τη γλώσσα μας, τις αξίες μας, την ταυτότητά μας». Οπότε; «Οπότε άμυνα, τείχη, πολιτιστική κάθαρση και πολιτιστική απολύμανση, για να διαφυλάξουμε… την πολιτιστική μας καθαρότητα». Χωρίς να αγνοούμε τους κινδύνους, αλλά και χωρίς να αποδεχόμαστε κινδυνολογικές υπερβολές, γιατί πρέπει να συνεννοηθούμε και στα περί κινδύνων, καθώς δεν εννοούμε όλοι το ίδιο, δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με την απλοϊκή λογική της αμυντικής περιχαράκωσης και τα συνεπαγόμενά της. Όχι γιατί δεν χρειάζεται άμυνα. Χρειάζεται. Αλλά άμυνα ανατροφοδοτική του αξιακού μας συστήματος. Που σημαίνει παιδεία στη βαθύτερη και ουσιαστικότερη έννοιά της, ποιοτική ελληνική παιδεία. Κάθε άμυνα σε ξενοφοβική, καθαρτική και καθαρολογική βάση είναι και αφελής και επικίνδυνη. Είναι αφελής, γιατί είναι σε κάθε περίπτωση ατελέσφορη. Κι αυτό όχι μόνο γιατί εξ αντικειμένου δεν μπορεί να υπάρξει τέτοια άμυνα ιδίως σε συνθήκες μιντιακής παγκοσμιοποίησης, αλλά ακόμα κι αν μπορούσε να υπάρξει, καθώς, όπως ήδη σημειώσαμε, η αλληλεπίδραση των πολιτισμών είναι νόμος και οξυγόνο της εξέλιξής τους. Είναι όμως και επικίνδυνη, γιατί, έστω και ασύνειδα σε κάποιες περιπτώσεις, εμπεριέχει το ρατσιστικό ιό που μολύνει και αναιρεί τη βαθύτερη ουσία της αξιακής βάσης του πολιτισμού μας και της ζωής μας. Γι’ αυτό και λέμε όχι στη λογική της αμυντικής περιχαράκωσης και προπαντός όχι στον ομφαλοσκοπικό, στον αυτιστικό μεγαλοϊδεατισμό μας και στα νοσηρά παρεπόμενά του. Η μόνη άμυνα που χωράει στο μυαλό μου είναι η δια της ποιοτικής παιδείας ανατροφοδότηση της αξιακής βάσης του πολιτισμού μας και η διαρκής ενίσχυση της ποιοτικής πολιτιστικής δημιουργίας του λαού μας, ως του μόνου διαβατηρίου… που αναγνωρίζει το μέλλον.
     Μετά και τις σκέψεις αυτές θα αγγίξω το πολύ κρίσιμο ζήτημα του αξιακού μας πυρήνα, που αποτελεί τη βάση της πολιτιστικής αλλά και της συνολικής επιβίωσης και ύπαρξής μας, καθώς ορίζει τα άυλα σύνορά μας στο παγκοσμιοποιούμενο διεθνές περιβάλλον των ύπουλων καιρών μας.
     Θα μπορούσαμε, ξεκινώντας απ’ το ιστορικό του βάθος, να πούμε πολλά για τις κλασικές αξίες, πολλά για την πολύ κρίσιμη ποιοτική διαφορά μεταξύ ελληνικού και ρωμαϊκού πολιτισμού στο θέμα της γνώσης, την οποία ο δεύτερος κληροδότησε στο δυτικό πολιτισμό (στον ελληνικό πολιτισμό η γνώση είναι μέσο προς σκοπόν, μέσο που οδηγεί στο καλό και στο αγαθό, άρα έχει αισθητική και ηθική αξία, ενώ στον ρωμαϊκό προέχει δίκην αυτοσκοπού η πρακτική διάσταση της χρηστικότητας και της χρησιμοθηρίας, που είναι η ρίζα αλλά και το ερμηνευτικό κλειδί της σύγχρονης καταναλωτικής κακοδαιμονίας). Όπως θα μπορούσαμε να πούμε πολλά για την επίσης πολύ κρίσιμη φιλοσοφική θέση περί προσώπου, σχεδόν αγνοημένη πατερική κληρονομιά της Ορθοδοξίας, ευθέως αντιπαραθετική κι αυτή στο ατομικιστικό υπόβαθρο του δυτικού πολιτισμού. Τα χρονικά όμως περιθώρια δεν το επιτρέπουν.
     Γι’ αυτό θα περιοριστούμε μόνο σε μια απλή και άνευ σχολίων αναφορά στις πολιτιστικές αντιλήψεις, ρήτρες του πολιτιστικού μας «συμβολαίου», που άντλησε ο καθηγητής Ερατοσθένης Καψωμένος μόνο απ’ τη μελέτη της Νεοελληνικής ποίησης και που συνυφαίνονται με τρεις θεμελιώδεις ισορροπίες: την μεταξύ ατόμου – φύσης, ατόμου – κοινωνίας και πολιτισμού – φύσης, χωρίς τις οποίες ο ανθρώπινος πολιτισμός δεν έχει μέλλον.
     Οι πολιτιστικές αυτές αντιλήψεις (βλέπε: Ερατοσθένης Καψωμένος – Αναζητώντας τον χαμένο ευρωπαϊκό πολιτισμό – Εκδ. Πατάκη) είναι: α) η ενότητα ανθρώπου-φύσης, που προδιαγράφει μια προωθημένη οικολογική φιλοσοφία, β) η θεώρηση της φύσης ως πηγής όλων των αξιών, που συνεπάγεται την ισοτιμία των φυσικών και των ηθικών αξιών, γ) η ταύτιση κάλλους-αγαθού, έτσι που το ωραίο είναι αγαθό και το αγαθό είναι ωραίο, δ) η ενότητα υλικού και πνευματικού κόσμου, κόντρα στα δυϊστικά κοσμολογικά μοντέλα, ε) η σύνθεση ορθολογισμού-μυστικισμού, που δεν ταυτίζεται με την «εργαλειακή» περί ορθού λόγου αντίληψη της νεωτερικότητας, στ) η συνύπαρξη των αντιθέτων, που δέχεται το παράλογο και το τραγικό ως στοιχεία της ζωής, και ζ) η υπέρβαση της αντίθεσης ατόμου-κοινωνίας και η συνακόλουθη σύζευξη ατομικών και κοινωνικών αξιών.
     Παρ’ ότι η θεωρητική αυτή «κωδικοποίηση» δεν είναι ολοκληρωμένη, λείπουν, ας πούμε, τα περί πολιτικών αξιών, φιλοξενίας, φιλότιμου, λεβεντιάς και καημού, σηματοδοτεί με πειστική καθαρότητα μια φωτεινή φιλοσοφία ζωής, που, υμνώντας τον άνθρωπο και τη φύση, βρίσκεται στον αντίποδα της αδιέξοδης υλικο/ευδαιμονιστικής υποκουλτούρας του ταχύτατα παγκοσμιοποιούμενου, αντιανθρώπινου και αντιοικολογικού, αμερικάνικου ( ή και γενικότερα «δυτικού») καταναλωτικού μοντέλου.

 

     γ. Το τρίτο μέρος της ομιλίας μου περιλαμβάνει, πολύ συνοπτικά, τις επί μέρους βασικές πολιτικές μιας συνολικής πολιτιστικής στρατηγικής του ελληνισμού στην Ευρώπη και στο σύγχρονο κόσμο. Πρόκειται για πολιτιστικές παρεμβάσεις, που καλύπτουν τις αντίστοιχες διαστάσεις του πολιτιστικού μας γίγνεσθαι και που σωστά ενορχηστρωμένες μπορούν να συναρθρώσουν την ελληνική πολιτιστική στρατηγική του 21ου αιώνα, όχι ως άγονη και αφελή άμυνα αλλά ως αντίσταση στη μεταεθνική σούπα της τρέχουσας παγκοσμιοποίησης. Που σημαίνει ως δημιουργική απάντησή μας στις πολιτιστικές απαιτήσεις του μέλλοντος και ως συνεισφορά μας στην εναρμονισμένη οικουμενική συνύπαρξη λαών, εθνοτήτων και πολιτιστικών ιδιαιτεροτήτων, χωρίς, εννοείται, υπερφίαλους και ανόητους ελληνοκεντρικούς μεγαλοϊδεατισμούς, αλλά και χωρίς τις διαμετρικά αντίθετες και εξίσου ανόητες, απαξιωτικές για παν τι ελληνικό, θεωρήσεις των αστιγματικά αντιελληνοκεντρικών «εκσυγχρονιστών» μας.

     Πριν όμως αναφερθούμε σ’ αυτές τις επί μέρους πολιτικές και με δεδομένη τη θεώρηση και αντιμετώπιση του πολιτισμού λόγω τε και έργω ως πρώτης προτεραιότητας του τόπου μας, θέλουμε απλώς να θίξουμε την ανάγκη στρατηγικής αναβάθμισης του Υπουργείου Πολιτισμού και το ριζικό αναπροσανατολισμό της όλης λειτουργίας του με υψηλών απαιτήσεων επιτελικό ρόλο και με αξιοποίηση των κορυφαίων της επιστημονικής, πνευματικής και πολιτιστικής μας ζωής. Είναι όρος εκ των ων ουκ άνευ και για να εκπονηθούν και για να υλοποιηθούν αυτές οι πολιτικές. Ένα μάλιστα απ’ τα πρώτα μέτρα αυτής της αναβάθμισης θα πρέπει να είναι η ενοποίηση των Υπουργείων Παιδείας και Πολιτισμού, καθώς επί της ουσίας οι στρατηγικές τους αλληλοπροσδιορίζονται. Δεν μπορείς να χαράξεις πολιτική πολιτισμού ανεξάρτητα απ’ την πολιτική παιδείας και τανάπαλιν. Όπως δεν μπορείς να περιμένεις κάτι καλό απ’ τη σημερινή (ίδια με τη χτεσινή) λειτουργία των Υπουργείων Παιδείας και Πολιτισμού, που μόνο σύγχρονη και δημιουργική, κάθε άλλο μάλιστα, στους νευραλγικούς αυτούς για το μέλλον του τόπου μας τομείς δεν είναι. Σε κάθε περίπτωση η άλλη λειτουργία του Υπουργείου Πολιτισμού ή καλύτερα Παιδείας και Πολιτισμού είναι απολύτως συνυφασμένη με τη ζητούμενη άλλη πολιτική Παιδείας και Πολιτισμού, που θα αναδείξει το αληθινό μας πολιτιστικό πρόσωπο στον κόσμο.

     Οι πολιτικές, λοιπόν, αυτές είναι:
     1η: Ενίσχυση της πολιτιστικής βάσης της παιδείας μας, που αποτελεί πια την κύρια μήτρα της πολιτιστικής μας ζωής, καθώς όλο και περισσότερο υπολειτουργούν ή και δεν λειτουργούν τα παραδοσιακά πολιτιστικά μας κύτταρα. Όπως έχει διαμορφωθεί και διαμορφώνεται η πραγματικότητα (πληθυσμιακή απογύμνωση της περιφέρειας, αποσύνθεση και διάλυση του πολιτιστικού δικτύου των χωριών, απρόσωπο και ισοπεδωτικό λεκανοπέδιο Αττικής, απρόσωπα περιφερειακά κέντρα, κατακλυσμιαία υποκουλτούρα…), το μεγαλύτερο βάρος για τη στήριξη του πολιτιστικού μας μέλλοντος πέφτει στη σωστά προσανατολισμένη και σωστά οργανωμένη παιδεία μας, που καλείται να στοχεύσει στη διαπαιδαγώγηση Ελλήνων με ευρωπαϊκή και οικουμενική συνείδηση, ικανών να αρμενίζουν στις θάλασσες και στους ωκεανούς της ομιχλώδους παγκοσμιοποίησης… χωρίς να ξεχνούν την «Ιθάκη». Για να ανταποκριθεί όμως η σύγχρονη ελληνική παιδεία σ’ αυτό της το ρόλο, χρειάζεται ανάλογη φιλοσοφία και συνακόλουθη ριζική αναμόρφωσή της, έτσι που να μπορεί, θεωρητικά και πρακτικά, να σηκώσει το τεράστιο βάρος που της αναλογεί στην πορεία του ελληνισμού προς το μέλλον. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να ξέρουμε πού πάμε, να είναι δηλαδή ξεκάθαρος ο πολιτιστικός μας στόχος, για να βρούμε και το πώς θα πάμε, για να «χτίσουμε» δηλαδή το κατάλληλο για το στόχο μας ελληνικό σύστημα παιδείας στην τροχιά του 21ου αιώνα.
     2η: Ποιοτικός αναπροσδιορισμός του πολιτιστικού ρόλου της Τοπικής Αυτοδιοίκησης με σαφή προσανατολισμό στην ποιοτική στήριξη των τοπικών πολιτισμών, που έχουν παλιότερα κακοπάθει απ’ τον ισοπεδωτικό συγκεντρωτισμό και τη συνακόλουθη επιβολή μιας κακώς εννοούμενης πολιτιστικής ομογενοποίησης, που έπληξε τον ανεκτίμητο πλούτο της ελληνικής περιφέρειας. Μια σύγχρονη πολιτιστική στρατηγική μπορεί να αντιμετωπίσει με νέο πνεύμα τους τοπικούς μας πολιτισμούς και την τοπική πολιτιστική πολυμορφία, χωρίς, εννοείται, να καλλιεργούνται και εξάπτονται αφελείς τοπικιστικοί πατριωτισμοί και νοσηρότητες.
     Κι αυτό, όπως είπαμε, στο πλαίσιο του ποιοτικού αναπροσδιορισμού του πολιτιστικού ρόλου της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, που θα συνυφανθεί και με μια άλλη απ’ τη σημερινή λειτουργία της, που δεν θα αναπαράγει σε τοπικό επίπεδο όλες τις νοσηρότητες της κεντρικής μας εξουσίας. Αναφέρομαι σε γνήσια αποκεντρωμένη κι όχι απλώς «αποσυγκεντρωμένη» λειτουργία, με αξιοποίηση όλων των δυνατοτήτων άμεσης και συμμετοχικής δημοκρατίας. Αλλά και με πολιτιστική πολιτική βάθους και προοπτικής, που θα καλλιεργεί και αναδεικνύει το αληθινό πολιτιστικό πρόσωπο της κάθε τοπικής κοινωνίας. Κι όχι με διαιώνιση αυτού του τουριστικο/φολκλορικού μοντέλου των περίπου τυποποιημένων εκδηλώσεων του καλοκαιριού στους Δήμους όλης σχεδόν της χώρας, που μόνο ως κορύφωση της ετήσιας γηγενούς (αυτόχθονος) πολιτιστικής ζωής θα είχαν αξία. Όπως και νά ’χει, λειτουργική πολιτιστική πολιτική ερήμην των Δήμων και των τοπικών κοινωνιών δεν νοείται.
     3η: Ποιοτικός αναπροσδιορισμός του πολιτιστικού ρόλου των δικών μας Μ.Μ.Ε., με έμφαση στον πολιτιστικό ρόλο της Τηλεόρασης, που έχει μεταβληθεί σε κυρίαρχο μέσο διαμόρφωσης και παραμόρφωσης της πολιτιστικής μας συνείδησης. Εννοώ μια εκούσια ανάληψη ευθύνης έναντι του πολιτιστικού μέλλοντος απ’ τα ίδια τα Μ.Μ.Ε. (μιντιάρχες και δημοσιογράφοι), μια εκούσια συμμετοχή στην προώθηση της πολιτιστικής στρατηγικής του ελληνισμού σ’ αυτή την κρίσιμη φάση της πορείας μας προς το μέλλον. Φρονώ πως όσο κι αν μοιάζει δύσκολο, καθώς προσκρούει στους νόμους της αγοράς και στη συνακόλουθη διακίνηση κυρίως της αμερικάνικης υποκουλτούρας, κάτι τέτοιο δεν πρέπει να θεωρείται ανέφικτο. Σε κάθε όμως περίπτωση, μια ελληνική πολιτική πολιτισμού με τα δικά μας Μ.Μ.Ε. στη σημερινή τους κατάσταση θα είναι εξαρχής και απολύτως υπονομευμένη.
     4η: Ενίσχυση της πολιτιστικής δημιουργίας και των δημιουργών, έξω από πελατειακές λογικές και κυκλώματα, σε συνδυασμό με την προώθηση μιας σωστής σχέσης με την παράδοση και τη συνακόλουθη ενίσχυση όλων των ζωντανών πολιτιστικών κυττάρων του λαού μας. Ενισχύουμε τις πηγές του πολιτισμού μας, όπου αυτές υπάρχουν, εντός ελλαδικών ορίων και εκτός, όπου υπάρχει, ζει και δρα ελληνισμός. Ενισχύουμε τις υπάρχουσες πηγές και μήτρες, δημιουργούμε νέες πηγές και μήτρες πολιτισμού. Ενισχύουμε αποφασιστικά την ποιοτική πνευματική και πολιτιστική δημιουργία. Η πολιτιστική συνέχεια δεν περνάει μέσα απ’ την αναπαραγωγή του πολιτιστικού μας παρελθόντος αλλά μέσα απ’ τη δημιουργική «υπέρβασή» του, μέσα απ’ το αέναο ξετύλιγμα του πολιτιστικού μας νήματος και την κατάκτηση νέων πολιτιστικών ποιοτήτων. Η πολιτιστική μας εξ άλλου ταυτότητα δεν είναι αναπαραγόμενη, αλλά αενάως εξελισσόμενη και διαμορφούμενη. Αν φτάσουμε να είναι κάποτε μόνο αναπαραγόμενη, άρα μουσειακό και φολκλορικό είδος, σημαίνει πως έχουμε… ξοφλήσει.
     5η: Αξιοποίηση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς (αρχαίας, βυζαντινής και νεότερης) με έμπνευση, φαντασία και τόλμη, ως ανεκτίμητης πνευματικής μας περιουσίας και ως κρισίμου θεμελίου της πολιτιστικής μας προοπτικής. Προφανώς μια νέα πολιτική, επί παραδείγματι, για τους αρχαιολογικούς χώρους και τα μουσεία πρέπει να εντάσσεται σε μια στρατηγικού χαρακτήρα αντίληψη της συνολικής πολιτιστικής μας πραγματικότητας και ζωής, όπερ και το μείζον. Που σημαίνει πως πρέπει να επενδύσουμε αποφασιστικά και γενναία σ’ αυτή την αξιοποίηση, που σίγουρα υπόσχεται και μεγάλα ανταποδοτικά οφέλη. Προέχει όμως το να αναπροσδιορίσουμε τη σχέση μας με την πολιτιστική μας κληρονομιά. Προέχει η λειτουργική και δημιουργική ανασύνδεσή μας με την πολιτιστική μας κληρονομιά, με προτεραιότητα στη λειτουργική και δημιουργική ανασύνδεσή της με την παιδεία μας, καθώς η πολιτιστική μας μάχη κρίνεται στις συνειδήσεις των νέων γενεών μας.
     6η: Πολιτιστική στήριξη του εξωελλαδικού ελληνισμού, τόσο της μεταναστευτικής ελληνικής ομογένειας, που είναι η μία όψη του νομίσματος, όσο και ιστορικών του κομματιών με προαιώνιες εστίες και ρίζες στους τόπους τους, που είναι η άλλη όψη αυτού του επίμαχου νομίσματος. Είναι τραγική αλήθεια πως το μίζερο και κοντόφθαλμο εθνικό μας κράτος δεν μπόρεσε ποτέ να έχει μια σωστή πολιτική για τον εκτός ορίων του ελληνισμό. Αντιθέτως, ή ήταν αδιάφορο, που ήταν το μικρότερο κακό, ή είχε λαθεμένη πολιτική, που ήταν και το μεγαλύτερο. Τώρα πια, που εξέλιπαν και οι παρενέργειες της «Μεγάλης Ιδέας», μπορούμε να σταθμίσουμε το πολιτιστικό μας χρέος και να αποφασίσουμε αν όντως θέλουμε να το σηκώσουμε στους ώμους μας. Κι αν θέλουμε, πώς θα το σηκώσουμε. Ομιλώ, το τονίζω προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, για πολιτιστικό χρέος, την εκπλήρωση του οποίου, αν ήμασταν σοβαροί, θα τη θεωρούσαμε αυτονόητη χωρίς συζήτηση.
     7η: Ενίσχυση των ανά τον κόσμο κέντρων μελέτης του ελληνικού πολιτισμού και ενθάρρυνση για τη δημιουργία τέτοιων κέντρων, όπου υπάρχει ενδιαφέρον και δυνατότητα. Τα κέντρα αυτά «διευρύνουν» τα πνευματικά μας σύνορα, επιβεβαιώνουν τη διαχρονική οικουμενικότητα των αξιών του πολιτισμού μας, αλλά και λειτουργούν ως μικρότερες ή μεγαλύτερες πνευματικές εστίες αντίστασης στην κυρίαρχη υποκουλτούρα των καιρών μας, υπενθυμίζοντας ποιες είναι οι πνευματικές συντεταγμένες για τη σωστή πορεία της ανθρωπότητας προς το μέλλον. Καθώς η γενικότερη, παγκοσμίως, κάμψη των ανθρωπιστικών σπουδών επηρεάζει αρνητικά και αυτά τα κέντρα, έχουμε χρέος να ενδιαφερθούμε για την αποφασιστική στήριξή τους, στο πλαίσιο πάντοτε της ανάδειξης της πολιτιστικής μας στρατηγικής σε θεμέλιο και αιχμή της συνολικής στρατηγικής του ελληνισμού στους καιρούς μας.
     Θα μπορούσαμε να συμπεριλάβουμε εδώ και την πολύ ρηξικέλευθη ιδέα της δημιουργίας τριών μεγάλων υπερατλαντικών Ελληνικών Μουσείων με έδρες στις ΗΠΑ (Αριζόνα), στην Αυστραλία (Μελβούρνη) και στον Καναδά (Τορόντο), όπου υπάρχει και πολύ ζωντανός ομογενειακός ελληνισμός. Τα υπερατλαντικά αυτά Ελληνικά Μουσεία, που θα φιλοξενήσουν ανεκτίμητης αξίας και περιοδικώς ανανεούμενα εκθέματα απ’ τις αποθήκες των Μουσείων μας, θα μπορούσαν υπό προϋποθέσεις να εξελιχτούν σε μεγάλα πνευματικά κέντρα του ελληνισμού και να αποδειχτούν ως η μείζον πολιτιστική μας παρέμβαση από ιδρύσεως του Νεοελληνικού μας κράτους.
     8η: Κατεπείγουσα χάραξη πολιτιστικής πολιτικής για τους μετανάστες, που όλο και περισσότερο αλλάζουν τον ως χτες ομογενοποιημένο εθνικό μας χάρτη. Ξέρουμε τι ακριβώς θέλουμε και προπαντός τι ακριβώς πρέπει να κάνουμε σ’ αυτό το τόσο κρίσιμο ζήτημα; Ποιος θα πρέπει να είναι ο χαρακτήρας της πολιτιστικής μας στρατηγικής με ένα πολύχρωμο μεταναστευτικό ποσοστό της τάξης του 10% στην Επικράτειά μας κατά τις αμέσως επόμενες δεκαετίες, αν επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις των μελετητών; Γιατί, από διαφορετικούς δρόμους, είναι όμοια αδιέξοδες, θα έλεγα τραγικά αδιέξοδες, και οι απαντήσεις των υπέρμαχων της εθνοφυλετικής πολιτιστικής καθαρότητας και αυτές των υπέρμαχων μιας ανέξοδης ιδεολογηματικής πολυπολιτισμικότητας, όσο κι αν οι δεύτερες προβάλλονται με πιεστικούς όρους… εκσυγχρονιστικο/προο- δευτικού δέοντος. Πρέπει πια να σκεφτόμαστε με την παγκοσμιοποίηση εντός των πάλαι ποτέ λειτουργικών εθνικών ορίων, που όλο και περισσότερο «υποκαθίστανται» απ’ την άυλη διάστασή τους, με ό,τι αυτό σημαίνει για την πολιτιστική και την εθνική γενικότερα προοπτική μας.
     9η: Ανατροφοδότηση του πνευματικού και πολιστικού ρόλου της ελληνικής Ορθοδοξίας στο σύγχρονο κόσμο, προφανώς πέρα και έξω από εθναρχικές λαϊκιστικές λογικές, που τρέφονται αλλά και τρέφουν την ελλαδική μικρόνοια. Με δεδομένες τις μεγάλες αλλαγές στον άλλοτε ποτέ ιστορικό και ζωτικό χώρο του μείζονος ελληνισμού (Βαλκάνια, Μαύρη Θάλασσα κ.λπ.), μια φωτισμένη Εκκλησία της Ελλάδος θα μπορούσε να αναπτύξει πολυσήμαντη δράση, πρωταγωνιστώντας στην αναγεννητική ανάδειξη των προταγμάτων της Οικουμενικής Ορθοδοξίας, σε ομόρροπο προσανατολισμό με το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Δεν αναφέρομαι στη θεολογική διάσταση αυτών των προταγμάτων αλλά στην παρεμπίπτουσα φιλοσοφία ζωής. Αυτήν που προέκυψε απ’ τον ιστορικό συμβιβασμό, τον πιο παράδοξο στον ανθρώπινο πολιτισμό, μεταξύ ελληνισμού και χριστιανισμού διαμέσου της αναγκαστικής χρησιμοποίησης του ενός απ’ τον άλλο (ο ελληνισμός όχημα διάδοσης του χριστιανισμού και ο χριστιανισμός όχημα επιβίωσης του ελληνισμού!). Κι οι συνθήκες είναι πρόσφορες για να ξαναμπεί δυναμικά αυτή η παρεμπίπτουσα φιλοσοφία ζωής της ελληνικής εκδοχής του χριστιανισμού στο παγκόσμιο πνευματικό προσκήνιο. Που, εντέλει, σημαίνει πως δεν νοείται σύγχρονη ελληνική πολιτιστική στρατηγική χωρίς ιδιαίτερη πολιτική για το ρόλο της ελληνικής Ορθοδοξίας στην εποχή μας.
     10η: Μελετημένη ενίσχυση της πολιτιστικής διάστασης της τουριστικής μας πολιτικής, που είναι καιρός να ξεφύγει απ’ τις επιφανειακές φολκλορικές λογικές, σερβιρισμένες… με λίγο ουζάκι, τζατζίκι και μουσακά. Οι ξένοι πρέπει να βοηθούνται, μαζί με την απόλαυση της ελληνικής φύσης, να «αναγιγνώσκουν» την ιστορία μας και τον πολιτισμό μας μέσα από έξυπνα τουριστικά έντυπα και έξυπνες ξεναγήσεις διανθισμένες με ποιοτικά πολιτιστικά προγράμματα. Η τουριστική πολιτιστική μας πολιτική πάνω απ’ όλα πρέπει να υπηρετεί ένα αντίστοιχο προς τις πολιτιστικές μας αξίες τουριστικό ήθος, που αυτό πρωτίστως θα μπορεί να εγγυηθεί και το καλύτερο μέλλον του τουρισμού μας, τόσο σημαντικού για την εθνική μας οικονομία και όχι μόνο. Η πολιτιστική δηλαδή πολιτική στην υπηρεσία μιας ποιοτικής τουριστικής πολιτικής και τανάπαλιν.
     11η: Θα περίμενε κανείς μετά από δυο σχεδόν αιώνες εθνικής ανεξαρτησίας να είχαμε ήδη αναδειχτεί τουλάχιστον σε ένα απ’ τα σοβαρότερα παγκοσμίως κέντρα μελέτης του αρχαίου (κλασικές σπουδές), του μεσαιωνικού (βυζαντινές σπουδές) ή έστω του νεότερου ελληνικού πολιτισμού (νεοελληνικές σπουδές). Δυστυχώς δεν τα καταφέραμε, με αποτέλεσμα οι σπουδές υψηλών απαιτήσεων ακόμα και στα νέα ελληνικά να γίνονται… εκτός Ελλάδος. Είναι, νομίζουμε καιρός, στο πλαίσιο μιας στρατηγικής αναβάθμισης της παιδείας και του πολιτισμού, να προχωρήσουμε: Πρώτον, στη δημιουργία της Μεγάλης Βιβλιοθήκης της Γραμματείας του Ελληνισμού, με τη φιλοδοξία – κι η τεχνολογία είναι ως προς αυτό σύμμαχός μας - να καταστεί παγκοσμίως η κεντρική πηγή των όσων έχουν γράψει οι Έλληνες και των όσων έχουν γραφεί για τους ΄Ελληνες. Δεύτερον, στη δημιουργία τριών μεγάλων κέντρων σπουδών μεταπτυχιακού επιπέδου, ενός κλασικού (Αθήνα ή Δελφοί), ενός βυζαντινού (Θεσσαλονίκη) και ενός νεοελληνικού (Ιωάννινα), επίσης με τη φιλοδοξία να γίνουμε κάποτε, όχι βεβαίως στο απώτατο μέλλον, παγκόσμιο κέντρο σπουδών του ελληνικού πολιτισμού στη διαχρονία του.
     12η: Κλείνουμε τις επί μέρους πολιτικές με την υπόμνηση της πολύ αναγκαίας παρέμβασης της κοινωνίας των πολιτών και την ενθάρρυνσή της, αν όχι και με την ουσιαστική ενίσχυσή της, χωρίς, εννοείται, να φαλκιδεύεται η αυτονομία των εμπνευσμένων πολιτιστικών της δραστηριοτήτων. Αναφερόμαστε στις πολύμορφες πολιτιστικές κινήσεις πολιτών, που πολύ συχνά δεν καλύπτουν απλώς κενά και παραλείψεις της πολιτείας και άλλων αρμοδίων, αλλά είναι αυτές που συνεισφέρουν καθοριστικά στο διαρκή και ποιοτικό εμπλουτισμό της πολιτιστικής μας ζωής και μαζί στη στήριξη της πολιτιστικής μας ιδιαιτερότητας στον κόσμο. Στο πλαίσιο μιας εμπνευσμένης πολιτιστικής στρατηγικής αυτές οι κινήσεις, με πρωταγωνιστές τους πνευματικούς μας ανθρώπους, θα μπορούσαν να μετεξελιχθούν σε αυτόνομα πολιτιστικά δίκτυα με σημαίνοντα ρόλο και στη χάραξη και στην υλοποίησή της.
     Ως επισφράγιση αυτών των πολιτικών, που η κάθε μια είναι και ένα ξεχωριστό θέμα μεγάλης συζήτησης, καταθέτουμε την ιδέα της συγκρότησης μιας υψηλού κύρους πολιτιστικής αρχής εκ των κορυφαίων της πνευματικής μας ζωής, μια, ας πούμε, «Πνευματική Γερουσία» του Ελληνισμού, με αποκλειστικό του αντικείμενο τη διαρκή μελέτη και διαρκή εμβάθυνση στα θέματα της πολιτιστικής μας στρατηγικής παρά τω πλευρώ της Βουλής των Ελλήνων και των Κυβερνήσεών μας (με ρόλο εισηγητικό και συμβουλευτικό). Προφανώς κάτι τέτοιο θα μπορούσε να γίνει απ’ την Ακαδημία Αθηνών, αν ανταποκρινόταν στον υψηλό πνευματικό και πολιτιστικό της ρόλο, απ’ το Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού, αν δεν ήταν επί της ουσίας ανύπαρκτο, ή, το καλύτερο, απ’ την εξ αρχής ίδρυση, με νέο πνεύμα και με βάση τις ανάγκες των καιρών μας, μιας σοβαρής Ακαδημίας της Ελλάδος και του Ελληνισμού.

 

     δ. Ερχόμαστε οι Έλληνες από πολύ μακριά. Κι η πορεία μας είναι μια συγκλονιστική περιπέτεια, που δεν χωράει σε απλοϊκές «αναγνώσεις».

     Για να πάμε πολύ μακριά, διατηρώντας την (αεί) υπάρχουσα και αεί κτιζομένη πολιτιστική ιδιοπροσωπία μας, στην οποία συναντώνται και συναιρούνται αλλεπάλληλα στρώματα αιώνων και χιλιετιών πολιτισμού, απαιτείται πνευματική ανοιχτοσύνη τόσο στη θεώρηση του παρελθόντος μας όσο και στο αγνάντεμα του μέλλοντός μας. Απαιτείται, στο ίδιο πάντοτε πνεύμα, μακράς πνοής και ανοιχτών οριζόντων πολιτιστική στρατηγική, που, διεμβολίζοντας οριστικά το παγιδευτικό δίπολο των ελληνοκεντρικών και των αντιελληνοκεντρικών ακροτήτων, θα στηρίξει την ποιοτική πολιτιστική δημιουργία του λαού μας και συνακολούθως τον ιδιαίτερο πολιτιστικό του βηματισμό στον πολύ δυσανάγνωστο αιώνα μας.
     Κι αν ισχύει πως, στις θολές συνθήκες παγκοσμιοποίησης των αινιγματικών μας καιρών, η όποια άμυνα των λαών θα ταυτίζεται όλο και περισσότερο με την πολιτιστική τους «άμυνα», αυτή η στρατηγική θα πρέπει να είναι η βάση αλλά και η αιχμή της συνολικής μας στρατηγικής στην πορεία μας προς το μέλλον.

Απ’ το βιβλίο: Λαοκράτης Βάσσης - Αναζητήσεις πολιτιστικής πολιτικής, εκδ. ΤΑΞΙΔΕΥΤΗΣ