Γιώργος Κοντογιώργης
1. Κοινός παρονομαστής όσων επιχειρούν να ρίξουν φως στο ερώτημα πως η εσωτερική πολιτική επηρεάζει τη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής, αποτελεί η διαπίστωση ότι δεν διακρίνουν τη διαφορά φύσεως που υπάρχει μεταξύ εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής.
Στο εσωτερικό του κράτους η πολιτική ορίζεται ως εξουσία. Υπάρχει ένα κανονιστικό πλαίσιο που διέπει την πολιτική σχέση και θέτει όρια στη δράση και των ισχυρών και της εξουσίας. Η εξωτερική πολιτική αντιθέτως -η πολιτική πέραν του κράτους- προσλαμβάνεται ως δύναμη. Οι διακρατικές σχέσεις είναι σχέσεις δύναμης, δεν υπόκεινται σε ένα κανονιστικό πλαίσιο. Η βούληση του ισχυρού συγκροτεί βασικά τη νομιμότητα.
Η εξωτερική πολιτική μιας χώρας διαμορφώνεται εντός του κράτους, ασκείται όμως στο διακρατικό πεδίο. Το γεγονός αυτό συνθέτει και τη μείζονα αντίφαση. Ενώ στο εσωτερικό πεδίο, η βούληση του κράτους συγκροτεί το νόμο, στο διακρατικό πεδίο η πολιτική του κράτους δεν διαθέτει εξουσία εφαρμογής. Για να δει τη βούλησή του να εφαρμόζεται πρέπει το κράτος είτε να πείσει το συνομιλητή του να την αποδεχθεί (το άλλο κράτος) είτε να τον πειθαναγκάσει. Η διαφορά μεταξύ εξουσίας και δύναμης είναι επομένως θεμελιώδης. Εντούτοις, αγνοείται από την πολιτική επιστήμη. Στην αγγλική γλώσσα, για παράδειγμα, με τον ίδιο όρο αποδίδονται και οι δυο έννοιες.
Τι σημαίνει αυτό: πρώτον, ότι οι όροι συγκρότησης του πολιτικού λόγου εντός του κράτους είναι διαφορετικοί, απ’ ότι στις διακρατικές σχέσεις. Στο εσωτερικό του κράτους η μεγιστοποίηση της ρητορικής των υποσχέσεων ή της προσδοκίας εκ μέρους του πολιτικού συναντάται αποκλειστικά με την εκλογική βούληση της κοινωνίας. Συγχρόνως, η απόσπαση της εκλογικής εμπιστοσύνης της κοινωνίας δεν δεσμεύει τον πολιτικό να επιδείξει συνέπεια στην πολιτική του πρόταση. Η κοινωνία είναι ιδιώτης, δεν κατέχει την ιδιότητα του εντολέα, ώστε να ζητήσει ευθύνες από τον πολιτικό ή να τον υποχρεώσει να εναρμονισθεί με τα υπεσχημένα ή να του επιβάλει κυρώσεις. Η πολιτική τοποθετείται υπεράνω του νόμου, το δε σύστημα κατοχυρώνει το δικαίωμα του πολιτικού να είναι ανακόλουθος. Στο διακρατικό πεδίο ο πολιτικός λόγος που δεν είναι εναρμονισμένος με τις σχέσεις δύναμης παράγει επιπτώσεις, διότι εκεί δεν συντρέχει το προνόμιο της πολιτικής αυτονομίας και της ασυλίας της εξουσίας.
Τούτο υποδηλώνει, δεύτερον, ότι οι όροι της διαπραγμάτευσης σε ένα περιβάλλον σχέσεων δύναμης είναι διαφορετικοί απ’ ότι σε ένα περιβάλλον εξουσίας. Η εκλογική νίκη δεν συναρτάται από την υπευθυνότητα ή την ισχύ του πολιτικού. Όμως η επιτυχία σε ένα θέμα εξωτερικής πολιτικής είναι άμεσα συναρτημένη με την δύναμη που η χώρα αποδεικνύεται ικανή να επιστρατεύσει. Η μη επιτυχία του εγχειρήματος συνήθως δεν είναι ανώδυνη. Μπορεί να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στα συμφέροντά της. Η διακήρυξη, για παράδειγμα, για την αποπυρηνικοποίηση της Βαλκανικής συνιστούσε μια παρέμβαση πέραν των δυνατοτήτων της χώρας. Συνεπήγετο όμως εξ αντικειμένου αρνητικές επιπτώσεις στα συμφέροντά της.
2. Τι είναι αυτό που οδηγεί μια πολιτική δύναμη να διατυπώνει το πρόταγμα της εξωτερικής της πολιτικής με γνώμονα τους όρους της εσωτερικής πολιτικής, χωρίς να συνεκτιμά τις σχέσεις δύναμης που κυριαρχούν στο διεθνές περιβάλλον; Οι θεωρητικές υποθέσεις που υιοθετούνται εν προκειμένω επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους στη σύνθεση των συμφερόντων (κυρίως των ομάδων) που συστεγάζονται στη συγκεκριμένη πολιτική δύναμη, τα οποία προσδοκάται να συμβάλουν στην εκλογική νίκη.
Στην περίπτωση της Ελλάδας εκτιμώ, ωστόσο, ότι συντρέχει μια κεφαλαιώδης ιδιαιτερότητα: Η κοινωνία συγκροτεί σταθερά μια πολιτική κατηγορία, η οποία λειτουργεί ανταγωνιστικά, συχνά δε και αναιρετικά, στη δράση των επιμέρους συμφερόντων. Διαθέτει έναν υψηλό δείκτη πολιτικοποίησης/ανάπτυξης. Δεν είναι του παρόντος να εξηγήσουμε το γιατί. Σημαίνει αυτό ότι η κοινωνία συμπεριφέρεται πολιτικά ως οιονεί εντολέας, αξιώνει ο πολιτικός να γίνει συνομιλητής της. Η ελληνική κοινωνία ουδέποτε εναρμονίσθηκε με τη θεσμική θέση του ιδιώτη που της επιφύλαξε το νεοτερικό πολιτικό σύστημα. Εξού και κατέχει μια σημαίνουσα θέση στις «εκτιμήσεις» ενός πολιτικού.
Η πραγματικότητα αυτή συνδυάζεται με μια υψηλή εθνική, δημοκρατική και κοινωνική διαθεσιμότητα που διακατέχει την κοινωνία. Διαθεσιμότητα η οποία, εάν συνδυασθεί με τον υψηλό δείκτη πολιτικής ατομικότητας και το καθεστώς της πολιτικής κυριαρχίας που επιφυλάσσει για τον εαυτό του το πολιτικό σύστημα, μπορεί να εξηγήσει τη σχετική ευκολία με την οποία η ελληνική κοινωνία μεταβλήθηκε συχνά σε θύμα της κομματικής δημαγωγίας. Είναι ακριβώς η περίπτωση της περιόδου της μεταπολίτευσης, με τυπικό εκπρόσωπο του είδους το ΠΑΣΟΚ.
Υποστηρίχθηκε ότι η διάσταση μεταξύ πολιτικού λόγου και πολιτικής πράξης του ανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ στο θέμα της εξωτερικής πολιτικής υπήρξε απόρροια της ιδεολογίας του. Η άποψη αυτή δεν ορθή. Θα ήταν ισχυρή εάν η ανακολουθία του κόμματος αυτού είχε επικεντρωθεί ειδικά στην εξωτερική πολιτική. Δεν συνέβη όμως αυτό.
Για να κατανοηθεί το φαινόμενο ΠΑΣΟΚ πρέπει κατά τη γνώμη μου να συνεκτιμηθεί, στα ανωτέρω, μια ακόμη παράμετρος. Το ΠΑΣΟΚ ήρθε σε μια στιγμή πολιτικού κενού. Επιχείρησε να διεμβολίσει τις ιστορικές δυνάμεις για να το καλύψει. Στόχος του υπήρξε η πολιτική ηγεμονία στην ελληνική μεταδικτατορική σκηνή. Η ιδεολογία (ο σοσιαλισμός, η δημοκρατία, η εθνική ανεξαρτησία κλπ) αποτέλεσε σταθερά το προκάλυμμα για την επίτευξη της πολιτικής ηγεμονίας. Ένα τέτοιο κόμμα είναι, καταρχήν, προσωποπαγές και, από τη φύση του, αυταρχικό στην εσωτερική δομή και λειτουργία. Πολιτικά αποβλέπει στη νομή του κράτους, στην οποία επιδιώκει να εγκιβωτίσει την κοινωνία. Για να καλύψει το πολιτικό κενό και να ηγεμονεύσει το ανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ έγραψε προσημείωση στο σύνολο των εθνικών, δημοκρατικών και κοινωνικών διαθεσιμοτήτων της ελληνικής κοινωνίας, που έβγαινε τραυματισμένη από τη δικτατορία.
Κάνω την επισήμανση αυτή διότι εν τέλει το πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ δεν προέκυψε ως αίτημα της κοινωνίας. Το ΠΑΣΟΚ το δημιούργησε και ενέπλεξε την κοινωνία σ’αυτό. Δημιούργησε έτσι τους όρους μιας συνολικής παγίδευσης της πολιτικής ζωής, χρησιμοποιώντας ως πολιορκητικό κριό τις ‘διαθεσιμότητες’ και την πολιτική αναγωγημότητα της κοινωνίας και ως λάφυρο τη νομή του κράτους.
Τούτο εξηγεί το γεγονός ότι θύμα του ανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ υπήρξαν κυρίως οι δημοκρατικές και κοινωνικές διαθεσιμότητες της κοινωνίας κι όχι μόνο το εθνικό ζήτημα: η απαξίωση υπήρξε καθολική: του σοσιαλισμού, της δημοκρατίας, της συμμετοχής, των εθνικών ζητημάτων. Στο όνομα του σοσιαλισμού λεηλατήθηκε το κράτος και τα κοινοτικά «πακέτα». Η δημοκρατία εξισώθηκε με την κομματική χειραγώγηση παντού (Δημόσια διοίκηση, ΑΕΙ, ΔΕΚΟ κλπ.). Ένα κόμμα νομής διακηρύσσει αλλά δεν αποβλέπει σε πολιτικές οικονομικής, κοινωνικής ή πολιτικής απελευθέρωσης. Περιάγει το κοινωνικό σώμα στην ανάγκη του, ώστε να το χρησιμοποιήσει ως μοχλό χειραγώγησης των θεσμών.
Τα κόμματα νομής δίνουν έμφαση στον κομματικό πατριωτισμό στο βωμό του οποίου υποτάσσεται η ιδεολογία και, βεβαίως, ο εθνικός στόχος. Τούτο εξηγεί την ευκολία των ιδεολογικών του μετακινήσεων. Ο Ανδρέας διατύπωσε έναν λόγο στα εξωτερικά που έφερνε τον κομματικό πατριωτισμό αντιμέτωπο με τον εθνικό πατριωτισμό. Το τίμημα είναι σήμερα ορατό σε περισσότερα επίπεδα: όχι μόνο δεν επιλύθηκε καμία από τις εξωτερικές εκκρεμότητες της χώρας, αλλά και ήρθαν να προστεθούν πολλά περισσότερα. Ακραίο παράδειγμα αποτελεί το σκοπιανό: το ΠΑΣΟΚ σπατάλησε ένα ολόκληρο εθνικό κεφάλαιο για να δηλώσει στο τέλος, ο Ανδρέας, ότι το όνομα τον αφήνει παντελώς αδιάφορο. Οι περισσότερες από τις διεκδικήσεις της Τουρκίας ανεφύησαν επί ΠΑΣΟΚ. Όχι γιατί αυτό κατείχε την εξουσία στο μεγαλύτερο διάστημα, αλλ’επειδή η γεωπολιτική θέση της χώρας αποδυναμώθηκε καταφανώς.
3. Και την εποχή των σημίτιων επιγόνων το ΠΑΣΟΚ λειτούργησε ευρέως ως τυπικό κόμμα νομής. Ο χαρακτήρας αυτός του κόμματος εξηγεί τις οβιδιακές μεταμορφώσεις, οι οποίες θα προετοιμάσουν το έδαφος για μια νέα θητεία του κομματικού πατριωτισμού στις νέες συνθήκες. Ο σοσιαλισμός από πρόταγμα κοινωνικοποίησης έγινε συνώνυμος του νεοφιλελευθερισμού, το δε κράτος παραδόθηκε βορά στη διαπλοκή και τη διαφθορά. Από το λαό στην εξουσία οδηγηθήκαμε κατ’αυτάς στην ιδέα της απόδοσης της εξουσίας στο λαό. Ουδείς εξ όσων διατυπώνουν τα συνθήματα αυτά μπήκε εντούτοις στον κόπο να εξηγήσει πώς ή πότε ο λαός ανήλθε στην εξουσία ή, εν πάσει περιπτώσει, ποιος τον «κατέβασε» από αυτήν τη στιγμή που το ΠΑΣΟΚ κυβερνούσε βασικά όλα αυτά τα χρόνια.
Οπωσδήποτε, η ακραία αντιαμερικανική ρητορεία παραχώρησε τη θέση της σε πολιτικές που θα συνδύαζαν έναν νωχελικό πραγματισμό με την προσομοίωση της χώρας στις συνθήκες του προβληματικού ικέτη ή του ανέξοδου θεράποντος του Ηγεμόνα.
Η χώρα την περίοδο αυτή θα προετοιμασθεί, από το ίδιο το ΠΑΣΟΚ, να περάσει από το πρόταγμα της εθνικής ανεξαρτησίας στο α-εθνικό ιδεολόγημα της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης. Δεν έχει ίσως επαρκώς προσεχθεί ότι, όπως στο παρελθόν, στην εποχή του Ανδρέα, η διανόηση που οικειοποιήθηκε τον λαϊκισμό, τη θεωρία του ανήκειν της Ελλάδας στη (λατινοαμερικανική) περιφέρεια του κέντρου, προήλθε αποκλειστικά από το ΠΑΣΟΚ ή κατέληξε σ’αυτό, από την Αριστερά, ως συγκατανευσιφάγος της εξουσίας, έτσι και στην εποχή των σημιτίων επιγόνων, από τον ίδιο χώρο θα αλιευθούν οι θεωρητικοί του εκσυγχρονισμού, των οποίων κεντρική μέριμνα θα αποτελέσει η διδαχή των Ελλήνων για τις βλαβερές συνέπειες της πρόσδεσής τους στο «φαντασιακό» άρμα του έθνους.
Είναι προφανές ότι η μετάλλαξη αυτή αποτελεί προϋπόθεση προκειμένου η άρχουσα διανόηση και μαζί της η ελληνική κοινωνία να αποδεχθούν ως αναπόφευκτη τη «φινλανδοποίηση» της Ελλάδας. Από την άποψη αυτή, έχει ενδιαφέρον να προσεχθεί ο τρόπος που ο τέως πρόεδρος της Πολιτείας έφερε στην επιφάνεια τη συζήτηση για τη Χάγη. Η Χάγη καλείται να λειτουργήσει, όχι ως όχημα προώθησης της ελληνικής υπόθεσης, αλλά ως άλλοθι για μια εύσχημη παραίτηση από θεμελιώδη στοιχεία εθνικής κυριαρχίας. Το δίλημμα παραίτηση ή σύγκρουση με την Τουρκία διασκεδάζεται λογικοφανώς με τη διαμεσολάβηση της διεθνούς δικαιοσύνης. Έτσι, η όποια «επίλυση» των ελληνοτουρκικών διαφορών δεν θα ερμηνευθεί ως εθνική υποχώρηση της Ελλάδας, αλλά ως εναρμόνιση της χώρας με τη διεθνή έννομη τάξη. Κατά τούτο, πέραν του περιεχομένου της ιδέας, ο συμβολισμός της παρέμβασης του τέως Προέδρου αποκτά ξεχωριστό ενδιαφέρον. Επέλεξε να εγείρει ένα μείζον ζήτημα εξωτερικής πολιτικής δια του τύπου, ενώ είχε, υποθέτω, όλη τη δυνατότητα να το θέσει στους αρμόδιους θεσμικούς παράγοντες της πολιτείας, ως όφειλε.
Οι σταθερές αυτές της ελληνικής πολιτικής ζωής εξηγούν κατά τη γνώμη μου γιατί κανένα από τα εθνικά ζητήματα δεν έχει μέχρι τώρα επιλυθεί. Η συγκρότηση του προτάγματος της εξωτερικής πολιτικής, έχοντας ως σημείο αναφοράς τις προτεραιότητες και ιδίως τις προϋποθέσεις της εσωτερικής πολιτικής, κάνει την υλοποίησή του εξ αντικειμένου αδιέξοδη. Αν, στο πλαίσιο αυτό, τα ζητήματα αυτά αφεθούν να σήπονται, κανείς δεν θα κατηγορήσει τον πολιτικό για το περιεχόμενο της λύσης ή γιατί δεν τα έλυσε: το σκοπιανό ή το κυπριακό ή το αιγαιϊκό, θα τα επιλύσει ο χρόνος, με την ανατροπή των συσχετισμών στην περιοχή, σε βάρος της χώρας. Με απλή διατύπωση, η επίδοση σε μια εξωτερική πολιτική, που θα επιδίωκε την επανεκτίμηση των αποθεμάτων ισχύος της χώρας, δεν προσφέρει όφελος στο κομματικό διακύβευμα και σε κάθε περίπτωση δεν προσιδιάζει στην πολιτική κουλτούρα της πλειονότητας της πολιτικής τάξης.
4. Τι θα έκανε μια κυβέρνηση αν αποφάσιζε να εφαρμόσει μια εναλλακτική πολιτική στις εξωτερικές εκκρεμότητες που θα συνεκτιμούσε την κρατοκεντρική δομή του πλανητικού συστήματος:
(α) θα δημιουργούσε όρους μιας στρατηγικής σύγκλισης των συμφερόντων της χώρας με εκείνα των Δυνάμεων που διαμορφώνουν το γεωπολιτικό χάρτη της περιοχής. Αυτό το έπραξαν τα Σκόπια, όχι η Ελλάδα! Εν προκειμένω, θα ήταν χρήσιμο να εντρυφούσαν οι πολιτικοί μας στα πεπραγμένα, όχι τόσο του Βενιζέλου, όσο του Καποδίστρια, ο οποίος χωρίς κράτος διαχειρίσθηκε με ακραιφνώς εκτατική λογική την ελληνική υπόθεση. Η μεταπολεμική Ελλάδα δεν επιδίωξε να πείσει τη Δύση ότι θα μπορούσε να λειτουργήσει ως στρατηγικός εταίρος για τα συμφέροντά της στην περιοχή. Η δυνατότητα ενός τέτοιου ρόλου θα προέκυπτε καταφανώς από την ικανότητά της να καλύψει το γεωπολιτικό κενό που δημιούργησε η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού στον γεωπολιτικό της χώρο. Κι όχι το αντίθετο.
(β) θα αντιμετώπιζε τα ελληνοτουρκικά υπό το πρίσμα της στρατηγικής ισορροπίας στην ευρύτερη γεωπολιτική περιοχή, κι όχι ως απλό ζήτημα στρατιωτικής ισορροπίας στο Αιγαίο. Αντιμετωπίζοντας την αναλογία 7/10, και γενικότερα τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, υπό το πρίσμα αυτό, άφησε το έδαφος ελεύθερο στην περιφερειακή φιλοδοξία της Τουρκίας. Από αναγκαίος εταίρος στο γεωπολιτικό γίγνεσθαι της ευρύτερης περιοχής και, ενδεχομένως, αντίβαρο που θα εγγυάτο την πρόσδεση της φιλόδοξης Τουρκίας στη Δύση, μεταβλήθηκε σε ικέτη της ασφάλειάς της. Η Τουρκία οικειοποιήθηκε τελικά το ρόλο του εγγυητή της νομιμοφροσύνης της Ελλάδας στο δυτικό στρατόπεδο.
(γ) τούτο είναι εξόχως εμφανές στην περίπτωση της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης η οποία μεταβλήθηκε ήδη σε αντεπιχείρημα, στο μέτρο που η Τουρκία, δια χειρός ελληνικής, έχει πεισθεί ότι η ευρωπαϊκή της πορεία θα της προσφέρει τη δυνατότητα να ικανοποιήσει το σύνολο των διεκδικήσεων της σε βάρος της Ελλάδας. Το κυπριακό αποτελεί τον ασφαλέστερο ενδείκτη της βεβαιότητας αυτής.
(δ) τέλος είναι προφανές ότι την ίδια στιγμή έχει συντελεσθεί σε σημαντικό βαθμό η ανατροπή της ισορροπίας δυνάμεων στην περιοχή. Ανατροπή που προφανώς δεν συνδέεται με τη μείωση των αμυντικών δαπανών, αλλά με την απομείωση της επιχειρησιακής ετοιμότητας του στρατεύματος.
Καταλήγουμε ότι δεν «φταίει» η κοινωνία για την υποχειρίαση του πολιτικού σκηνικού στον κομματικό πατριωτισμό, ούτε ασφαλώς η εθνική, δημοκρατική και κοινωνική της διαθεσιμότητα για την μη εναρμόνιση της εξωτερικής πολιτικής με τη λογική των διακρατικών συσχετισμών. Η ενοχοποίηση, εντούτοις, της κοινωνίας για τη μη διαθεσιμότητα της πολιτικής τάξης να διαχειρισθεί μείζονα πολιτικά ζητήματα ανάγεται στο απώτερο παρελθόν. Ο Χ. Τρικούπης διακήρυσσε ότι για να εκσυγχρονισθεί ο τόπος έπρεπε ο πολιτικός να απελευθερωθεί του πολίτη. Διέκρινε στην υψηλή πολιτική ανάπτυξη του πολίτη την αιτία της επιχειρησιακής αναποτελεσματικότητας της πολιτικής, κι όχι στους όρους της σχέσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής, δηλαδή στη βίωση από την πολιτική τάξη ενός καθεστώτος που δεν συνείδε με τη φύση του πολιτικού συστήματος. Η απαξία της πολιτικής τάξης, που αναδεικνύουν οι δημοσκοπήσεις, μαρτυρεί ευρέως ότι η πολιτική της αναντιστοιχίας λόγων και έργων, συγκεντρώνει την αποδοκιμασία του συλλογικού υποκειμένου. Δεν αποδίδει όμως ούτε την ευθύνη ούτε μια συνυπευθυνότητα της κοινωνίας.
Η εναλλαγή στην εξουσία, που συντελείται μέσω των εκλογικών αναμετρήσεων, δεν αίρει κατά τη γνώμη μου την επιφύλαξη αυτή της κοινωνίας. Σηματοδοτεί με σαφήνεια την επιθυμία της να απελευθερωθεί από την ομηρία του κόμματος και του κράτους ή, αλλιώς, να ξεπερασθεί η εποχή του κομματικού πατριωτισμού που αντιμετωπίζει το κράτος υπό το πρίσμα του εφήμερου νομέα και την επιχειρησιακή διάσταση της πολιτικής ως στενά (προ-)εκλογική υπόθεση.
Αναδημοσίευση από το Περιοδικό Αντί - Ημερομηνία δημοσίευσης: 30-06-06