Xρήστος Γιανναράς
Ποιες προϋποθέσεις θα θέλαμε να πληροί ένα καινούργιο στην Ελλάδα κόμμα για να του αναγνωρίσουμε ειδοποιό διαφορά από τα υπάρχοντα ανυπόληπτα σχήματα συντεχνιακής ιδιοτέλειας;
Η απάντηση στο ερώτημα σίγουρα απηχεί υποκειμενικές εκτιμήσεις. Και εκφερόμενη με δημόσιο λόγο συνιστά μόνο πρόκληση κριτικού προβληματισμού.
Ενα κόμμα στην Ελλάδα σήμερα, για να πείσει ότι είναι πραγματικά καινούργιο (αποβλέποντας στη διαχείριση των κοινών, όχι σε αναμηρυκασμούς διαμαρτυρίας), θα πρέπει να φιλοδοξεί συνεπή ρήξη με την αφελή, παιδαριώδη πίστη των «προοδευτικών» της Νεωτερικότητας ότι ο «ορθολογισμός» αρκεί για να λυθούν όλα τα προβλήματα. Η ηθικολογία των επικλήσεων της «κοινής λογικής», της ανάγκης «συναινέσεων», συναποφασισμένων «βελτιώσεων» στη λειτουργία του κράτους, έχει περίτρανα αποδειχθεί ανεπαρκής, τουλάχιστον για την ελλαδική περίπτωση. Η ελλαδική κοινωνία βρίσκεται σε δίνη αυτοκτονικής παράνοιας, αδυνατεί (χιλιοαποδειγμένα) να πειθαρχήσει έστω και στη λογική του ενστίκτου αυτοσυντήρησης.
Για να πείσει ένα κόμμα στην Ελλάδα σήμερα ότι είναι πραγματικά καινούργιο, πρέπει να κομίζει πρόταση ερμηνείας της παροξυσμικής ιδιοτέλειας, του παραλογισμού και μηδενισμού που ακυρώνουν το κοινωνικό γεγονός, διαλύουν το κράτος. Και πάνω σε μια τέτοια πρόταση ερμηνείας να θεμελιώνει ρεαλιστικό πολιτικό πρόγραμμα, μέτρα που να αντιπαλεύουν τις αιτίες της παρακμιακής αποσύνθεσης, όχι να εξορκίζουν με «ορθολογικές» ρητορείες τα δευτερογενή συμπτώματα. Δεν εμφανίζει τίποτα το καινούργιο ένα κόμμα που μόνο αναμασάει τις αδιάκοπα επαναλαμβανόμενες, τριάντα χρόνια τώρα, κοινότοπες διαπιστώσεις αδιεξόδων, άλυτων προβλημάτων, κατάφωρης πολιτικής ανικανότητας, εξοργιστικής διαφθοράς. Και που κομίζει μόνο τον αναπόδεικτο, φθαρμένο ισχυρισμό κάθε παλαιοκομματικής συντεχνίας ότι: «Εμείς θα τα καταφέρουμε καλύτερα» – μόνοι μας ή ως τσόντα σε κυβέρνηση των αποδεδειγμένα ανίκανων και αηδιαστικά διεφθαρμένων.
Καινούργιο στην Ελλάδα σήμερα θα είναι ένα κόμμα που το πρόγραμμά του θα αποκλείει πειστικά τη διαχειριστική αποκλειστικά εκδοχή της πολιτικής. Επομένως και την αδιαντροπιά των «πολυσυλλεκτικών» κομμάτων. Αλλά με την ίδια πειθώ του ρεαλιστικού του προγράμματος θα ακυρώνει και τα παραισθησιογόνα προσχηματικά κλισέ: «Δεξιά», «Αριστερά», «Κέντρο» ή τα εναλλακτικά κοκτέιλ: «Κεντροδεξιά», «Κεντροαριστερά». Θα αποκλείει τη διαχειριστική ατολμία και θα ακυρώνει τα νεκρά κλισέ, γιατί ένα πραγματικά καινούργιο κόμμα θα κομίζει διαυγείς κοινωνικούς στόχους: Αν πιστεύει στις κοινωνιοκεντρικές ή στις ατομοκεντρικές προτεραιότητες της πολιτικής. Αν προτάσσει την κατά κεφαλήν καλλιέργεια ή μόνο το κατά κεφαλήν εισόδημα. Αν το ενδιαφέρει κυρίως η ποιότητα της ζωής ή κυρίως η μεγιστοποίηση της καταναλωτικής ευχέρειας.
Τίποτα καινούργιο δεν μπορεί να κομίσει ένα κόμμα που απευθύνεται σκόπιμα (ψηφοθηρικά) σε «διευρυμένο ακροατήριο», δηλαδή σε ένα ποτ πουρί «κεντροδεξιών, κεντροαριστερών, αλλά και σοσιαλδημοκρατών και φιλελευθέρων» που κολακεύονται, όμως, να εμφανίζονται πρωτευόντως σαν «προοδευτικοί». Ωσάν ο κομπασμός, η κούφια αυταρέσκεια του «προοδευτικού» να αρκεί για να «αναστραφεί από την παρακμή η πορεία της χώρας... να σταματήσει ο κατήφορος της παραλυσίας του κράτους, της ανυποληψίας των θεσμών». Το σίγουρο σε μια τέτοια εναρκτήρια εξαγγελία είναι μόνο η εθελότυφλη άγνοια του πασιφανούς: Οτι προγήθηκαν κάποιοι άλλοι ναρκισσευόμενοι «προοδευτικοί», με την ίδια ψηφοθηρική πίστη στο «διευρυμένο ακροατήριο», και είναι αυτοί που οδήγησαν τη χώρα στον σημερινό εφιάλτη διάλυσης του κράτους και ανυποληψίας των θεσμών.
Ο μόνος, σε επίπεδο γλωσσικής σημαντικής, εντοπισμός στόχου που θα μπορούσε να δικαιολογήσει πολυσυλλεκτική σύσταση κόμματος, μοιάζει να είναι αυτός του Νίκου Ράπτη (στο κείμενό του «Η Νέα Μεταπολίτευση», ppol.gr, πέρυσι το καλοκαίρι): «Δεν ενδιαφέρουν πια οι διακρίσεις Δεξιών και Αριστερών, κοσμικών και θρήσκων, ευρωπαϊστών και εθνοκεντρικών. Υπάρχει μία και μόνη πολιτικά γόνιμη διάκριση: Αυτοί που νοιάζονται να συνεχίσει να υπάρχει και στον 22ο αιώνα δημοκρατικό ελληνικό κράτος στον ελλαδικό χώρο, και αυτοί που δεν νοιάζονται».
Πέρα από συναισθηματισμούς και ψυχολογήματα, ποια ρεαλιστική δική μας ανάγκη σήμερα θα γεννούσε έμπρακτη, ενεργό έγνοια να συνεχίσει να υπάρχει και στον 22ο αιώνα κράτος των Ελλήνων; Με βάση τη λογική συνέπεια και τεκμήριο την ιστορική εμπειρία, αυτή την έγνοια θα τη γεννούσε μόνο η ανάγκη να σωθεί μια πρόταση πολιτισμού που συνεχίζει να ενδιαφέρει πανανθρώπινα.
Το κωμικό κρατίδιο, το έθνος, η φυλή των Ελλήνων δεν ενδιαφέρουν κανέναν, τίποτα δεν αλλάζει στην ανθρώπινη Ιστορία αν εκλείψουμε από τον χάρτη. Τη διαχείριση της αρχαιοελληνικής και της λεγόμενης «βυζαντινής» πολιτιστικής κληρονομιάς τη μονοπωλούν ήδη άλλοι, υπέρτεροι σε καλλιέργεια λαοί. Η δική μας ιστορική επιβίωση θα ήταν ρεαλιστικώς αναγκαία μόνο αν την κληρονομιά των προγόνων μας τη γονιμοποιούσαμε συνάγοντας πρόταση σημερινή, ρεαλιστικά επίκαιρη, που να αφορά στην ποιότητα της ζωής από δική μας ξεχωριστή οπτική και να ενδιαφέρει πανανθρώπινα.
Τίποτα καινούργιο δεν μπορεί να κομίσει ένα κόμμα που επαγγέλλεται «έμφαση» και στον Πολιτισμό, όπως και στην Παιδεία και στο Περιβάλλον, με το σκεπτικό ότι είναι τομείς που προσφέρουν «δυνατότητες απασχόλησης και κοινωνικών παροχών για κάθε κάτοικο της χώρας»! Είναι η πασίγνωστη και τετριμμένη χρησιμοθηρία του Ιστορικού Υλισμού που υποτάσσει κάθε πτυχή του ανθρώπινου βίου στην προτεραιότητα απασχόλησης και παροχών, στον οικονομισμό ως αυταξία. Και σε μια τέτοια τεταρτοκοσμική εκδοχή του ο πολιτισμός, φυσικά, δεν έχει πατρίδα: Οι άνθρωποι που έτσι τον εκδέχονται θα διέπρεπαν αποδοτικότερα στον «τομέα» του πολιτισμού αν ήταν πολίτες οποιουδήποτε νεωτερικού κρατικού σχήματος καταγωγικά συμβατικού (Βέλγοι, Ελβετοί, Λουξεμβουργιανοί) και όχι Ελληνες. Προκύπτει διαφορετική στάση ζωής όταν έχεις ανακαλύψει ότι είναι πρόκληση, όχι δυστυχία το να είσαι Ελληνας. Και κάτι επιπλέον: ένα κόμμα στην Ελλάδα σήμερα, για να πείσει ότι είναι καινούργιο, θα χρειαστεί να αποκλείσει από στελέχη του επαγγελματίες πολιτικούς που δεν είχαν ποτέ δική τους ξεχωριστή θέση, πρόταση, συμβολή στην πορεία της ελληνικής κοινωνίας. Πρόσωπα που γεύτηκαν κάποτε την ηδονή της εξουσίας και από τότε περιφέρονται από κόμμα σε κόμμα αναζητώντας εφαλτήριο για μια ακόμα αναρρίχηση. Ο ίδιος αποκλεισμός θα χρειαστεί και για μη επαγγελματίες πολιτικούς που επίσης γεύτηκαν, από ανερμήνευτη κομματική εύνοια, ηδονή δημοσιότητας και τους έγινε εθισμός ή και εξάρτηση.
Είναι μάλλον εύκολο να συγκροτηθεί ένα επιπλέον στην Ελλάδα κόμμα. Μοιάζει δύσκολο έως ακατόρθωτο να γεννηθεί αληθινά καινούργιο κόμμα.
Αναδημοσίευση από την Καθημερινή - Ημερομηνία δημοσίευσης: 29-03-09