Ο Ρήγας, ο ελληνικός κόσμος, η Εσπερία και το πρόσημο της προόδου

Γιώργος Κοντογιώργης

Τα ανωτέρω αποδεικνύουν, νομίζω, την καταφανή γνωσιολογική αυτονομία του Ρήγα όσο και τις πηγές της. Ο Φεραίος διανοητής διαλέγεται μεν με τις ανερχόμενες ανθρωποκεντρικές δυνάμεις της Εσπερίας, όμως από διαφορετική αφετηρία και, οπωσδήποτε, με άλλη στόχευση. Οι δυνάμεις της Εσπερίας διαλογίζονται για την ανθρωποκεντρική μετάβαση των κοινωνιών τους, τη στιγμή που οι κοινωνίες του Ρήγα βιώνουν το ανθρωποκεντρικό γεγονός και, μάλιστα, στην οικουμενική του φάση. Εξού και το πρόταγμα του Διαφωτισμού έρχεται σε ρήξη με το εσωτερικό δεσποτικό κεκτημένο, που το ταξινομεί στην κατηγορία της «παράδοσης», ενώ ο Ρήγας επιλέγει τη ρήξη με την οθωμανική δεσποτική πραγματικότητα της κατάκτησης, η οποία κρατεί σε ομηρία τον ελληνισμό και το ανθρωποκεντρικό του γίγνεσθαι.

Το γεγονός αυτό εξηγεί, από την άλλη, τη ρητή συνάντηση του Ρήγα, ειδικότερα, με τα πλέον ριζοσπαστικά στοιχεία της Γαλλικής Επανάστασης και του Διαφωτισμού. Συνάντηση που, πρέπει να υπογραμμισθεί, έγινε στη βάση του κοινού πεδίου έμπνευσης, που ήταν το «αρχαίο» ελληνικό ανθρωποκεντρικό παράδειγμα. Ενώ όμως οι αναγνώσεις των φορέων του Διαφωτισμού αναλίσκονταν στην αναζήτηση στην «αρχαιότητα» των όρων συγκρότησης της κοινωνίας με πρόσημο τον νέο (πρωτο-ανθρωποκεντρικό) άνθρωπο, ο Φεραίος διανοητής διέκρινε σ'αυτήν τις θεμέλιες αρχές της μετα-κρατοκεντρικής οικουμένης που βίωνε ο ελληνικός κόσμος της εποχής του.

Η απόσταση μεταξύ τους είναι κεφαλαιώδης: η μια, είναι απλώς εισαγωγική στο ανθρωποκεντρικό γεγονός, η άλλη καταληκτική της ανθρωποκεντρικής ολοκλήρωσης. Η διαφορά τους έγκειται στο ότι οι μεν θιασώτες του Διαφωτισμού προέβαλλαν ορισμένες, τις πλέον πρώιμες πτυχές του «αρχαίου» ελληνικού παραδείγματος, ως πρότυπο για την οργάνωση στο μέλλον της εξερχόμενης από τη δεσποτεία εσπεριανής κοινωνίας και του κρατοκεντρικού της γινομένου, ο δε ο Ρήγας διαλεγόταν μαζί του, ενόσω αναζητούσε το πλαίσιο της αποκάθαρσης της ελληνικής μετα-κρατοκεντρικής οικουμένης από τις συνέπειες της οθωμανικής κατάκτησης και την ανασυγκρότησή της στη βάση της μεγάλης κοσμοσυστημικής κλίμακας. Επειδή ο Διαφωτισμός προσέγγιζε την πόλη-κράτος, προκειμένου να επεξεργασθεί τις προβολές της στο δικό του ανθρωποκεντρικό μέλλον, ο Ρήγας συναντούσε με σχετική άνεση την προβληματική του. Αντιμετώπιζε όμως την πόλη υπό το πρίσμα όχι του κράτους, αλλά των εφαρμογών της στο εσωτερικό της οικουμενικής κοσμόπολης, η οποία άλλωστε αποτελούσε το πραγματικό πεδίο του προτάγματός του.

Οι διαφορετικές αφετηρίες στην ανάγνωση της «αρχαιότητας» έκαμε ώστε για τους μεν πρότυπο να αποτελέσει βασικά η ολιγαρχική Σπάρτη, οι Νομοθέτες (και η ημι-δεσποτική Ρώμη), ενώ για τον Ρήγα να επιλεγεί η Αθήνα στην πιο εξελιγμένη εκδοχή της δημοκρατίας.

Γι'αυτό ακριβώς, οι Γάλλοι και οι λοιποί ριζοσπάστες της Εσπερίας μπορούν να χαρακτηρισθούν ως κοσμοσυστημικοί επαναστάτες, αφού επιδίωκαν την ολοκληρωτική αποδόμηση της δεσποτείας και την ολική ανασυγκρότηση των κοινωνιών τους σε ανθρωποκεντρικές βάσεις. Ο Ρήγας, αντιθέτως, ήταν βασικά «εθνικός» επαναστάτης. Επέλεξε απλώς την εθνική απελευθέρωση και, συνακόλουθα, την αποκάθαρση του συντεταγμένου ανθρωποκεντρικά ελληνικού κόσμου από τις όποιες αγκυλώσεις και ιδίως από την ανομία που επικρέμονταν πάνω στον κοινωνικό του σχηματισμό. Το γεγονός ότι ο Φεραίος διανοητής αισθάνθηκε οικείος με τη σκέψη των πλέον ριζοσπαστικών στοιχείων της εξερχόμενης από τη δεσποτεία δυτικής Ευρώπης, συνομολογεί όχι για τη ριζοσπαστική προδιάθεσή του, αλλά για την ανθρωποκεντρική απόσταση που χώριζε τον ελληνικό κόσμο της οθωμανοκρατίας από την Εσπερία.

Με διαφορετική διατύπωση, ούτε το γεγονός της κατάκτησης ούτε η διαφορά της κοσμοσυστημικής κλίμακας, που μόλις διακρίνεται την περίοδο αυτή, μεταβάλλουν την θεμελιώδη αντιστοίχιση μεταξύ του Διαφωτισμού και του Ρήγα. Οι πραγματικότητες που έχει να επιδείξει ο ελληνισμός της οθωμανοκρατίας, και φυσικά το πρόταγμα του Ρήγα, δείχνουν πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η ανασυγκρότηση των ελληνικών κοινωνιών στη μεγάλη κοσμοσυστημική κλίμακα, με τη συνεκτίμηση και του ανθρωποκεντρικού κεκτημένου της μικρής κλίμακας, ήταν απολύτως εφικτή. Είναι άξιο λόγου να αναφερθεί ότι ο Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός, λίγο πριν την Άλωση, προέκρινε ένα παρεμφερές σύστημα ανασυγκρότησης της ελληνικής οικουμενικής κοσμόπολης, το οποίο στόχευε στην αποκατάσταση της συνεκτικής ισορροπίας μεταξύ των κοινών/πόλεων και της μητρόπολης πολιτείας. Ο Ρήγας, όπως και ο Γεμιστός, είχαν πλήρη επίγνωση ότι η επιτυχία του διακυβεύματος εξείχε του ελληνισμού, έμελλε δηλαδή να έχει κοσμοϊστορικές διαστάσεις. Εξού και η φιλοδοξία του για το εδαφικό εύρος της ελληνικής κοσμόπολης συνέπιπτε με τον ιστορικό ζωτικό χώρο του ελληνικού κόσμου.

Επομένως, στο ερώτημα εάν το πρόταγμα του Ρήγα ήταν ρεαλιστικό ή ουτοπικό η απάντηση είναι ότι αυτό δεν συναρτάτο από την εφικτότητά του. Ήταν εφικτό, δηλαδή συνάδον με την ιδιοσυστασία του ελληνικού ζωτικού χώρου της εποχής και, οπωσδήποτε, πλήρως εναρμονισμένο με την προοπτική της μεγάλης κοσμοσυστημικής κλίμακας. Ήταν ουτοπικό υπό το πρίσμα της στοχαστικής γνωσιολογίας του Διαφωτισμού[1] και, οπωσδήποτε, θα ήταν ουτοπικό εάν αντιμετωπιζόταν η εφαρμογή του στην Εσπερία, επειδή ήταν κοσμοσυστημικά αντινομικό με τις πραγματικότητες των κοινωνιών της. Τούτο γίνεται εμφανές, αν αναλογισθεί κανείς ότι ακόμη και το πρωτο-ανθρωποκεντρικό και, συγκεκριμένα, προ-αντιπροσωπευτικό σύστημα που διακήρυξε η Γαλλική Επανάσταση και ο Διαφωτισμός, απεδείχθη εξωπραγματικό και, κατ'επέκταση, ανεφάρμοστο στο σύνολο των χωρών της Εσπερίας. Δεν είναι τυχαίο ότι, μόλις μετά το τέλος της δεκαετίας του 1980, το πολιτικό διακύβευμα του Διαφωτισμού έγινε αδιαμφισβήτητη πράξη στην Ευρώπη, ενώ η διανόησή της εξακολουθεί, ακόμη και σήμερα, να διαλογίζεται για τη γνωσιολογία της δημοκρατίας με τους όρους του 18ου αιώνα.

Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι το πρόταγμα του Ρήγα δεν ήταν ανεδαφικό. Αναγόταν σε συγκεκριμένο, καθόλα υπαρκτό και, μάλιστα, δεσπόζον κοσμοσυστημικό περιβάλλον, το οποίο υπό προϋποθέσεις θα μπορούσε να αποτελέσει πρότυπο οδηγό για τις εξερχόμενες από τη δεσποτεία κοινωνίες της Εσπερίας. Το γεγονός ότι ο ελληνισμός συμπαρασύρθηκε από τις δυνάμεις της μετάβασης, επειδή ο ίδιος απέτυχε, για λόγους που δεν είναι του παρόντος, να ανασυγκροτηθεί (κοσμο-)πολιτειακά, δεν αναιρεί τη θεμελιώδη αυτή διαπίστωση. Το ανθρωποκεντρικό του κεκτημένο απορρίφθηκε όχι ως «παραδοσιακό», αλλά στο μέτρο που ήταν ανεδαφικό για τις κοινωνίες της Εσπερίας.

Κατά τούτο, η μη κοσμοπολιτειακή ανασυγκρότηση του ελληνισμού αναδεικνύεται σε καίρια παράμετρο της προβληματικής μας για την εξέλιξη. Όντως, η ανασυγκρότηση αυτή υπονομεύθηκε τελικά εξαιτίας της αδυναμίας του να συσπειρώσει τις πολεοτικές του κοινωνίες στη βάση ενός συνολικού ιδεολογικού προτάγματος. Την αδυναμία αυτή, που συνείχετο με την πολυ-πολεοτική συγκρότηση των κοινωνιών του Γένους, ανέλαβε να ξεπεράσει η πρωτοβουλία του Ρήγα για την καλλιέργεια μιας καθολικής εθνικής συνέργειας των Ελλήνων. Το πρόταγμα αυτό επικέντρωνε την προσοχή του, αφενός στην υπέρβαση των επιμέρους πολεοτικών πατριωτισμών και συμφερόντων και, αφετέρου στην αντιμετώπιση του γεγονότος ότι οι όροι και το διακύβευμα της εξέγερσης ήσαν διαφορετικά σε μια ανθρωποκεντρική κοινωνία οικουμενικού τύπου από εκείνα μιας εξαθλιωμένης και σε αποσύνθεση δεσποτικής κοινωνίας.

Από μια άλλη άποψη, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το πρόταγμα του Ρήγα αποτελεί τον προάγγελο του τελευταίου εγχειρήματος για την (κοσμο-)πολιτειακή ανασυγκρότηση του ελληνισμού σε περιβάλλον εθνικής ελευθερίας, που θα αποτυπωθεί στο επαναστατικό διάβημα των Φιλικών και του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Παρόλον ότι το επαναστατικό αυτό διάβημα απέτυχε παταγωδώς και, μαζί του, το πρόταγμα της κοσμοπολιτειακής παλιγγενεσίας του ελληνισμού, η ελληνική επανάσταση θα συνεχίσει να αναπτύσσεται στη βάση του συστήματος και των πατριωτισμών των κοινών/πόλεων, δηλαδή χωρίς συμπαγή ηγεσία, με γνώμονα τις πολεοτικές συνέργειες. Τα Συντάγματα της επαναστατικής περιόδου είναι απολύτως αποδεικτικά του γεγονότος αυτού. Αντιμετωπίζουν τη δόμηση της νέας ελληνικής πολιτείας με πρόσημο τα κοινά, ενώ στο κεντρικό σύστημα εναποτίθεται ένας απλώς εναρμονιστικός ρόλος στο σύνολο. Τα Συντάγματα αυτά θυμίζουν ως προς πολλά το Σύνταγμα του Ρήγα.

Το τέλος της κοσμοπολιτειακής προοπτικής του ελληνισμού και μαζί της η παταγώδης αποτυχία της εθνικής ολοκλήρωσης θα ρίξει βαριά τη σκιά της στο νεοελληνικό κράτος. Το τελευταίο θα έχει ως σημείο σύγκρισης όχι τα ομόλογα εθνοκρατικά μορφώματα της εποχής του, αλλά τον οικουμενικά συντεταγμένο ελληνισμό της προ-εθνοκρατικής περιόδου. Η επισήμανση της συντριπτικής υπεροχής του τότε, υπόδουλου κατά τα άλλα, ελληνισμού σε όλα τα πεδία, έναντι του νεοελληνικού κρατικού μορφώματος, θα εγείρει συχνά το ερώτημα σχετικά με τη σκοπιμότητα της απελευθέρωσης. Ορισμένοι, μάλιστα, θα διατυπώσουν την υπόνοια μήπως η επισήμανση της διαφοράς, αυτή καθεαυτή, υποκρύπτει μια κάποια διαφωνία με τις εξελίξεις.

Κατά τη γνώμη μου, η ερώτηση τίθεται με λάθος τρόπο, έχει εσφαλμένη βάση, για να μην πω ότι περιέχει πολιτικό δόλο. Αν εξαιρέσουμε μια μερίδα της εκκλησιαστικής ιεραρχίας που δεν έπαψε να νοσταλγεί όντως την ηγετική της θέση στη διάρκεια της οθωμανοκρατίας, το όλο ζήτημα αφορά στον τρόπο της απελευθέρωσης και ιδίως στη σχέση του νεοελληνικού κράτους με τον σύνολο ελληνισμό. Πώς εξηγείται, λοιπόν, ο ελληνισμός υπό συνθήκες κατοχής να διατηρεί μια εξέχουσα ηγετική θέση στην ευρύτερη περιοχή, η οποία ως προς πολλά εκτεινόταν πολύ πέραν της οθωμανικής περιμέτρου, και υπό συνθήκες ελευθερίας στο πλαίσιο του έθνους-κράτους να διατηρεί ένα καθεστώς καχεκτικής δυσμορφίας και καθυστέρησης;

Είναι προφανές ότι η ενοχοποίηση του οθωμανικού παρελθόντος και η ταξινόμηση της ελληνικής κοινωνίας στην «περιφέρεια» της λεγόμενης νεοτερικότητας, χρησίμευσαν ως άλλοθι για να νομιμοποιηθεί η επιβολή ενός ημι-δεσποτικού νεοτερικού κράτους/συστήματος επί μιας κοινωνίας όπως η ελληνική, της οποίας η ανθρωποκεντρική ιδιοσυστασία ήταν απολύτως αναντίστοιχη μ'αυτό. Ή, περαιτέρω, για να διασκεδασθεί η αδυναμία του «κράτους-έθνους» να ανταποκριθεί στις εθνικές, κοινωνικο-οικονομικές και πολιτικές συνιστώσες ή προσδοκίες του ελληνισμού. Παριστάμεθα έτσι μάρτυρες, του φαινομένου οι δυσμορφίες στη σχέση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής ή η απουσία παντελούς «επιχειρησιακής» λογικής του κράτους, να αποδίδονται στην ιστορική καθυστέρηση της ελληνικής κοινωνίας, της οποίας υπόλογη υπήρξε η «τουρκοκρατία», και όχι στην καταφανή αναντιστοιχία του με το ανθρωποκεντρικό της ιδίωμα. Αναντιστοιχία που εκδηλώνεται σαφώς μέχρι σήμερα με σταθερά την ομηρία της ελληνικής κοινωνίας από τους κατόχους του κράτους[2].

Η διαφοροποίηση μεταξύ των φορέων του ανερχόμενου δυτικο-ευρωπαϊκού ανθρωποκεντρισμού και του προτάγματος του Ρήγα γίνεται εμφανέστερη εάν αναλογισθεί κανείς την επικαιρότητά τους στις μέρες μας ή την προοπτική τους. Έτσι, για παράδειγμα, οι κοινωνικο-πολιτικοί στοχαστές του Διαφωτισμού αποτελούν ήδη ιστορικά απολιθώματα, που παρόλες τις φιλότιμες προσπάθειες των συγκαιρικών μας να τους ερμηνεύσουν δημιουργικά, υπό το πρίσμα των εξελίξεων της εποχής μας, διατηρούν μια επικαιρότητα μόνο σε ό,τι αφορά στην κατανόηση της πρωταρχικής μετάβασης ή για τη συντηρητική οριοθέτηση του μέλλοντος. Στον αντίποδα ο Ρήγας, παρόλη την εμμονή της νεοτερικής ιστοριογραφίας να ταξινομήσει τη σκέψη του ως παραρτηματική της Εσπερίας, εγγράφεται σε ένα στάδιο της ανθρωποκεντρικής προβληματικής σαφώς ύστερο σε σχέση με τη φάση που διέρχεται η ανθρωπότητα στις μέρες μας.

Κατά τούτο, το πρόταγμα του Ρήγα, στο μέτρο που αποδίδει το εγχείρημα της μετα-κρατοκεντρικής ελληνικής οικουμένης να ανασυγκροτηθεί στη βάση της μεγάλης κοσμοσυστημικής κλίμακας, είναι μοναδικό. Μοναδικό σε ό,τι αφορά στις προβληματικές της μετάβασης στο εθνοκεντρικό ή ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα μεγάλης κλίμακας. Μοναδικό επίσης υπό το πρίσμα ενός δόκιμου αναστοχασμού της ιστορίας και της γνωσιολογίας της σύγχρονης κοινωνικής επιστήμης. Μοναδικό τέλος, προκειμένου να αρθεί η νεοτερικότητα στο ύψος της αυτογνωσίας, να συλλάβει το μέλλον της προόδου με πρόσημο το καθολικό ανθρωποκεντρικό της στίγμα και, συνακόλουθα, να απεγκλωβισθεί από τα ήδη παρωχημένα, δηλαδή συντηρητικά στερεότυπα της πρωτο-ανθρωποκεντρικής εποχής και τις ομόλογες γνωσιολογικές εμμονές του Διαφωτισμού.

Για την ελληνική κοινωνία του κράτους-έθνους επείγει, ωστόσο, η ανάκτηση της ιστορίας της. Ανάκτηση, που θα της επιτρέψει να διαγνώσει την αξιωματική σταθερά του ιστορικού της βίου και, κατ'επέκταση, τον λόγο της διαφοροποίησής της από την Εσπερία. Θα διαπιστώσει, έτσι, ότι η μετάβαση στη μεγάλη κοσμοσυστημική κλίμακα, που σηματοδοτεί τη νεότερη ανθρωποκεντρική εποχή, υποδήλωνε: για την Εσπερία, την απόσειση της φεουδαλικής δεσποτείας και την ανθρωποκεντρική της ανασυγκρότηση από μηδενική βάση. Για τον ελληνισμό, τη μετάλλαξή του ως προς την κλίμακα, σε συνδυασμό με την ανατροπή της κατάκτησης. Ο Ρήγας και οι συγκαιρικοί του Έλληνες είχαν πλήρη συνείδηση ότι η μετάβαση στη μεγάλη κλίμακα δεν ήταν ασύμβατη με το ανθρωποκεντρικό κεκτημένο της μικρής κλίμακας. Εξού και διλήμματα όπως η εμμονή στη μικρή κλίμακα ή η κατάργησή της δεν υπεισέρχονταν στον προβληματισμό τους. Το ζήτημα εστιάσθηκε σταθερά στη σύνθεση που θα μεταστέγαζε τον ελληνισμό στη μεγάλη κοσμοσυστημική κλίμακα, χωρίς να απολέσει το ανθρωποκεντρικό κεκτημένο της οικουμένης.

Ο ελληνισμός μέσα από την ανάκτηση της ιστορίας του καλείται να συνειδητοποιήσει περαιτέρω ότι οι ιδεολογικές, κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις που έγιναν στο έδαφος του νεοελληνικού κράτους είχαν ως βάση την ευρωπαϊκή αγωνία της μετάβασης από τη δεσποτεία στον ανθρωποκεντρισμό, και όχι τις προτεραιότητες που υπαγόρευσε το δικό του ανθρωποκεντρικό υπόβαθρο. Η ήττα του τελικά, η αποτυχία του ελληνισμού να ανασυγκροτηθεί ως οικουμενική κοσμοπολιτεία, έμελλε να έχει, από την άποψη αυτή, καταλυτικές επιπτώσεις για τον ίδιο αλλά και για την ανθρωποκεντρική φυσιογνωμία του νεότερου κόσμου.

Από κάθε άποψη, επομένως, το διακύβευμα που αναδύεται από το σύνολο ελληνικό κοσμοσυστημικό παράδειγμα, αυτοφυές τέκνο του οποίου υπήρξε ο Ρήγας, ξεπερνά σαφώς τα όρια της ελληνικής κοινωνίας, είναι πλανητικό.

--------------------------------------------------------------------------------

[1] Και γενικότερα της νεοτερικότητας, συμπεριλαμβανομένης και εκείνης της εποχής μας.

[2] Περισσότερα, ιδίως στο κεφάλαιο, «Η κομματοκρατία ως πολιτικό σύστημα», του βιβλίου μου Η δημοκρατία ως ελευθερία, όπ.παρ.

Απόσπασμα από το βιβλίο του Γιώργου Κοντογιώργη, Η "Ελληνική δημοκρατία" του Ρήγα Βελεστινλή, Εκδόσεις Παρουσία, Αθήνα, 2008