Xρήστος Γιανναράς
«Δεν έχουμε να κερδίσουμε πολλά από την ερώτηση: πόσα χιλιόμετρα μακριά από τη γη είναι το φεγγάρι ή ποια η συνταγή για να παρασκευάσουμε υδροχλωρικό οξύ. Γνωρίζουμε οριστικά τις απαντήσεις σε τέτοια ερωτήματα και ο οριστικός χαρακτήρας αυτής της γνώσης φανερώνει πόσο ανούσια και τελικά πόσο ασήμαντη ήταν η αρχική μας ερώτηση. Αντίθετα, ό,τι αξίζει να ερωτηθεί είναι κυριολεκτικά ανεξάντλητο. Δεν υπάρχουν τελικές απαντήσεις, οριστικές, στο ερώτημα για το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης ή για το νόημα μιας σονάτας του Μότσαρτ ή για τη σύγκρουση της ατομικής συνείδησης με τους κοινωνικούς εξαναγκασμούς. Ο,τι είναι άξιο να ερωτηθεί καταξιώνει το ερώτημα και αυτόν που το θέτει, αναδείχνει τη διαδικασία της ερώτησης και της απόκρισης σε συνεχώς ανανεούμενο διάλογο, σαν μουσική αντίστιξη. Ακόμη και αν δεν μπορεί να υπάρχει τέλος στο να ρωτάς για τα καίρια και μόνο το να θέτεις ερωτήματα δεν είναι άσκοπο. Αυτή η περιπλάνηση, λέει ο Χάιντεγγερ, το μακρύ ταξίδι προς ό,τι αξίζει να το ρωτάς, δεν είναι περιπέτεια είναι παλιννόστηση. Ο άνθρωπος έτσι επιστρέφει, με το κεφάλι ψηλά, οίκαδε στο αναπάντητο».
Το κείμενο είναι του George Steiner, απόσπασμα από το βιβλίο του «Χάιντεγγερ», που πρόσφατα εκδόθηκε και στα ελληνικά (από τις Εκδόσεις Πατάκη). Κατέφυγα σε αυτό, όταν διάβασα ένα θαυμάσιο κομμάτι του Αντώνη Καρκαγιάννη, στην «Καθημερινή» (11-2-2009) για την Ευθανασία. Εγραφε ο Καρκαγιάννης: «Για να δεχθεί κανείς την ευθανασία απαιτείται μια θεμελιώδης παραδοχή που δεν είναι εύκολη: ότι έρχεται από το Πουθενά και οδεύει προς το Τίποτα. Χωρίς αυτήν την παραδοχή η ζωή δεν του ανήκει, ανήκει σε άλλον. Εχει την ευθύνη να τη διαχειριστεί, αλλά δεν έχει το δικαίωμα να ορίσει την αρχή και το τέλος της».
Προτού προχωρήσω στη συσχέτιση των δύο κειμένων, θα μου συχωρέσει ο αναγνώστης μια παρένθεση: Από τις τυραννίες που μας επιβάλλει ο εκφαυλισμός του πολιτικού συστήματος στη σημερινή Ελλάδα είναι η αναπόφευκτα συνεχής ενασχόλησή μας μαζί του. Δεν υπάρχει περιθώριο να καταπιαστούμε με τα ουσιώδη της ζωής (το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης ή το νόημα μιας σονάτας του Μότσαρτ) όταν οι πολιτικοί ληστεύουν το μεροκάματό μας, ασελγούν στο σχολειό των παιδιών μας, μας στερούν την ανθρώπινη μεταχείριση στην αρρώστια μας. Ξεχνάμε ή παρακάμπτουμε τα ερωτήματα για τη ζωή και τον θάνατο, όταν μέρα νύχτα κατακλυζόμαστε από το ψέμα ή την κενολογία των αρχόντων μας και ξέρουμε ότι διαπομπεύουν την πατρίδα μας, προσβάλλουν ό,τι σημαίνει το όνομά της για τον πολιτισμό, ακυρώνουν κάθε ενδεχόμενο να αμυνθεί σε επιβουλές.
Στη χώρα όπου αρθρώθηκε για πρώτη φορά οντολογικός προβληματισμός (το ερώτημα για το «νόημα», δηλαδή την αιτία και τον σκοπό της ύπαρξης και των υπαρκτών) τα άξια να τεθούν ερωτήματα είναι περίπου απαγορευμένα: Η ωμή ιδεολογική τρομοκρατία που ασκεί στα πανεπιστήμια, τριάντα χρόνια τώρα, το κόμμα του κ. Αλαβάνου, τα αποκλείει. Η στρατωνισμένη σκέψη, η μονοτροπία του Ιστορικού Υλισμού και η συνακόλουθη καταναλωτική αξιολόγηση της ζωής επιβάλλουν πια ως καθολικό κανόνα την εμπορευματοποίηση του πολιτικού λόγου, την καφρική «λαϊκότητα» της τηλεοπτικής μαστροπείας, τον συναγωνισμό των εφημερίδων για «light» πληροφόρηση (δηλαδή εξηλιθίωση) της μάζας.
Μοιάζει χαμένη στην ελλαδική κοινωνία η συναρπαστική «περιπλάνηση» που κάνει τον άνθρωπο άνθρωπο, το μακρύ ταξίδι προς ό,τι αξίζει να το ρωτάς. Δεν ξεχνώ την εικόνα: ήταν ένα «στρογγυλό τραπέζι» σε ιατρικό συνέδριο και θέμα του η «ευθανασία». Οι γιατροί μιλούσαν τη γλώσσα των νομικών και οι νομικοί πάλευαν για τη μοιρασιά οριοθετημένης ευθύνης. Ολοι ζητούσαν μετρημένες δικαιοδοσίες και δικαιώματα, ωσάν να επρόκειτο για την απόσταση της σελήνης από τη γη ή για τη συνταγή παραγωγής υδροχλωρικού οξέος. Ακόμα και ο παπάς στο πάνελ το «δικαίωμα» επέσειε σαν ακαταμάχητο επιχείρημα: «Δεν έχουμε δικαίωμα να διακόψουμε τη ζωή που μας έδωσε ο Θεός»!
Ο Αντώνης Καρκαγιάννης μιλάει για προαπαιτούμενη θεμελιώδη παραδοχή, που μόνο αυτή θα δικαιολογούσε την ευθανασία: ότι ο άνθρωπος έρχεται από το Πουθενά και οδεύει προς το Τίποτα. Και πολύ σωστά τη χαρακτηρίζει «καθόλου εύκολη». Γιατί η παραδοχή του Πουθενά και του Τίποτα δεν είναι μόνο ένας αφόρητος δογματισμός, απριορισμός που αποκλείει κάθε ερώτημα. Είναι και αξιωματική παραδοχή απόλυτης αλογίας του υπαρκτού και της ύπαρξης, οριστική παραίτηση από την κριτική σκέψη, τη δημιουργική περιέργεια, την παλιννόστηση του ανθρώπου στην ανθρωπιά του, δηλαδή στα ανοιχτά ερωτήματα.
Σε εκείνο το «στρογγυλό τραπέζι» για την ευθανασία μού γεννήθηκε, θυμάμαι, παιγνιώδης η περιέργεια: Αν συμφωνούσαμε να αποκλείσουμε από τη συζήτηση τη λέξη «δικαίωμα», σε ποιαν άλλη θα μπορούσαμε να βρούμε ένα «πα στω», μέτρο ή κριτήριο για να αξιολογήσουμε ως επιλογή την ευθανασία; Και η δική μου όσφρηση με οδηγούσε στα όσα σημαίνονται με τη λέξη «σχέση». Είναι η μόνη που μπορεί να παραπέμπει σε «νόημα» της ύπαρξης και του υπαρκτού, χωρίς να εξαντλεί το «νόημα» στη νοητική του σύλληψη.
Γνωρίζουμε και πραγματώνουμε την ύπαρξη μόνο ως σχέση. Παίρνουμε οξυγόνο, παίρνουμε τροφή, νερό – υπάρχουμε όσο λειτουργεί αυτή η σχέση - πρόσληψη. Αυτό που είναι ο άνθρωπος, η απόλυτη ετερότητα, το μοναδικό, το ανόμοιο και ανεπανάληπτο του κάθε ανθρώπου, πραγματώνεται και γνωρίζεται μόνο μέσω των ενεργημάτων του που καλούν σε σχέση και συγκροτούν σχέση. Είναι η φωνή, το βλέμμα, το χαμόγελο, οι χειρονομίες, η χάρη της κίνησης, το ξεχωριστό της σκέψης, της κρίσης, της φαντασίας – ενεργήματα που επιτρέπουν την εμπειρική μετοχή στη μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου, συγκροτούν τη γνώση ως σχέση. Μαζί (ή κυρίως) τα ποιητικά ενεργήματα: οι κατασκευές του τεχνίτη, η μουσική του μουσουργού, η ζωγραφιά του ζωγράφου, το ποίημα του ποιητή.
Αλλος ο πόνος όταν κάποιος μάς κρατάει το χέρι και άλλος ο πόνος στη μοναξιά, στην εγκατάλειψη. Αλλη η γεύση του θανάτου, άλλη και η προσδοκία του θανάτου όταν μένει ανοιχτό το ερώτημα (ανοιχτό στην ελπίδα): αν η ύπαρξή μας είναι (όχι μόνο γνωρίζεται) ως σχέση, αν καταγωγική της αφετηρία είναι μια σχέση: κλήση «εκ του μη όντος εις το είναι» κλήση αγάπης, δηλαδή πρόκληση ελευθερίας. Αν μπορούμε να βιώνουμε την ύπαρξη ως εμπιστοσύνη.
Τα ανοιχτά ερωτήματα, ανοιχτά στην ελπίδα, είναι παλιννόστηση στην ανθρωπιά μας, στο «κυρίως ανθρώπινον»: Παλιννόστηση στη σχέση ως ερωτική ανταπόκριση, ως εμπιστοσύνη. Αν «απαντηθούν» τα ερωτήματα, υποκατασταθούν με βεβαιότητες, με πεποιθήσεις, τότε η δυναμική της ελπίδας, το άθλημα της εμπιστοσύνης, δίνουν τη θέση τους στην ιδεολογία, στον ψυχολογισμό, στην εγωκεντρική θωράκιση. Σήμερα ο παρακμιακός Ελληνισμός του ελλαδικού κρατιδίου μιλάει για «πίστη» και καταλαβαίνει «πεποιθήσεις», ακούει για «μεταφυσική» και λογαριάζει «ιδεολογία».
Δεν ξέρω τι μορφές μπορεί να πάρει μια συλλογική ευθανασία όταν ένας ολόκληρος λαός βρίσκεται σε επιθανάτιο κώμα τόσες δεκαετίες. Ισως τα σωληνάκια τα αποσυνδέσουν κάποια στιγμή και δώσουν τέλος στην υποτυπώδη ιστορική μας επιβίωση οι ορδές των κουκουλοφόρων του κ. Αλαβάνου.
Αναδημοσίευση από την Kαθημερινή - Ημερομηνία δημοσίευσης: 22-02-09