Tου Xρήστου Γιανναρά
Θέλω να συστήσω στους αναγνώστες της επιφυλλίδας ένα βιβλίο. Που αν είχα τα χρήματα θα το χάριζα σε κάθε μαθητή της Τρίτης Λυκείου σε όλη τη χώρα. Ενα ευσύνοπτο, συναρπαστικό εγχειρίδιο Πολιτικής Αγωγής. Καίρια επιτομή της πολιτικής ιστορίας του ελλαδικού κρατιδίου, από την ίδρυσή του ώς σήμερα. Σοφή ανατομία των αιτίων της νεοελληνικής παρακμής, της αποσύνθεσης του πολιτικού και κοινωνικού μας βίου.
Τίτλος του βιβλίου: «Η Νεοελληνική Φαυλοκρατία». Συγγραφέας, ο Ευάγγελος Κοροβίνης. Εκδότης, ο «Αρμός». Προλογίζει και επιλέγει ο Θεόδωρος Ζιάκας.
Τι ορίζει ως «φαυλοκρατία» το βιβλίο; Την αλλοτρίωση της πολιτικής λειτουργίας σε κατοχή και νομή του κράτους από ανταγωνιζόμενες φατρίες επαγγελματιών της εξουσίας. Κάθε φατρία διεκδικεί το μονοπώλιο των προνομίων και «λουφέδων» που εξασφαλίζει η διαχείριση των κοινών. Η διαχείριση είναι πάρεργο, κυρίως άσκηση πολιτικής είναι να διαγουμίζει η κυβερνώσα φατρία τον κρατικό κορβανά, την κοινωνική περιουσία.
Πώς και γιατί εμφανίζεται η φαυλοκρατία στο ελλαδικό κράτος από την πρώτη στιγμή της ίδρυσής του; Εμφανίζεται διότι ο θεσμός του νεωτερικού εθνικού κράτους ήταν κάτι ξένο, άγνωστο για την ελληνική εμπειρία: Δεν προέκυψε από τις ανάγκες των Ελλήνων, δεν συνδεόταν με τους ιστορικούς εθισμούς τους. Ηταν δάνειο σχήμα, «κάλπικο δάνειον».
Οι Ελληνες έβγαιναν από μακραίωνη, τελείως διαφορετική πολιτική εμπειρία και παράδοση: αυτήν της αυτοκρατορίας. Μια κεντρική εξουσία να δεσπόζει σε πληθυσμούς πολυεθνικούς και πολυφυλετικούς. Από την εποχή της Παλαιάς Ρώμης ώς και τους Οθωμανούς, η αυτοκρατορία συνέχιζε να αποτελεί διεθνική «Τάξη Πραγμάτων» (Ordo rerum) που ανεχόταν την κοινοτική αυτο-οργάνωση και αυτοδιαχείριση των Ελλήνων, την ιστορική συνέχεια του ελληνικού τρόπου της «πόλεως» και της «πολιτικής».
Στο πλαίσιο των σχέσεων της οθωμανικής εξουσίας, με τις κοινότητες των ραγιάδων διαμορφώθηκε, παράλληλα με την κοινωνική αυτο-οργάνωση, και η «πατρωνία»: μια αμυντική τακτική προστασίας των υποτελών από την αυθαιρεσία των κυριάρχων. Κάποιοι αναλάμβαναν τον ρόλο του μεσάζοντα, μεσολαβούσαν προσφέροντας εκδουλεύσεις μεσιτείας προς τις οθωμανικές αρχές, για να αποσπάσουν ευνοϊκή ή και χαριστική μεταχείριση, να μετριάσουν την τυραννική ασυδοσία των εξουσιαστών.
Εξω από την κοινότητα (που παρέμενε απήχημα της «πόλεως» και του «κράτους του δήμου») την εξουσία τη γνώριζαν οι Ελληνες, με εθισμούς αιώνων, μόνον σαν ξένο επικυρίαρχο, τη σχέση του λαού με τον επικυρίαρχο μόνο σαν τακτική «πατρωνίας». Τέτοιο είδος εξωκοινοτικής επικυριαρχίας ήταν για την ελληνική εμπειρία και το κράτος που έστησαν για τους Ελληνες οι Βαυαροί, τα θεσμικά όργανα αυτού του κράτους (Βουλή, κυβέρνηση, δημοσιοϋπαλληλία). «Εφυγεν ο Τούρκος και ήρθεν ο δημόσιος υπάλληλος».
Δεν επρόκειτο απλώς για την εικόνα που πρόβαλλε ο λαός στην κρατική εξουσία, αλλά ταυτόχρονα και για τον τρόπο που η κρατική εξουσία καταλάβαινε και ασκούσε τον ρόλο της. Βουλή, κυβέρνηση και δημοσιοϋπαλληλία λειτουργούσαν ως θεσμοί άσχετοι με τη βούληση και τις ανάγκες της ευρύτερης κοινότητας - κοινωνίας των Ελλήνων, ανεξέλεγκτοι από το λαϊκό σώμα. Ετσι, το καινούργιο σχήμα του «εθνικού κράτους» ταυτιζόταν στις συνειδήσεις περισσότερο με την εξουσία του τούρκου αγά και καθόλου με τους εθισμούς του Ελληνα από την αυτοδιαχειριζόμενη κοινότητα.
Ο λαός, που με την ψήφο του απλώς «μετήλλασεν τυράννους» (Παπαδιαμάντης), κατέφευγε ταυτόχρονα στους δοκιμασμένους μηχανισμούς της «πατρωνίας» για να μπορεί να μετέχει ισχνά στην καταλήστευση του δημόσιου κορβανά από την εκάστοτε κυβερνώσα φατρία. Το κράτος στην Ελλάδα αναδείχθηκε ο κυριότερος εργοδότης της χώρας και «μήλον της έριδος», μεταξύ των αλληλοσπαρασσόμενων κομματικών πατρώνων.
Το βιβλίο δείχνει πειστικά πως η αυτονόητη και κυρίαρχη φαυλοκρατία αποδυναμώνει, ταπεινώνει και εξευτελίζει το ελλαδικό κράτος σε ολόκληρη την ιστορική του διαδρομή, ώς σήμερα. Υπήρχαν και υπάρχουν πάντοτε οι εξαιρέσεις, οι αντιδράσεις, οι προσπάθειες εκσυγχρονισμού του κράτους – «οι φαύλοι και οι εκσυγχρονιστές συνυπάρχουν πάντοτε σε κάθε κόμμα». Οι σοβαρότερες απόπειρες εκσυγχρονισμού, κατά το βιβλίο, έγιναν στην πρώτη πρωθυπουργία Τρικούπη (1882 - 1885), στην πρώτη διετία της πρωθυπουργίας Βενιζέλου (1910 - 1912), από το 1952 - 1958 με τον Παπάγο και τον Καραμανλή, όπως και με κάποια προσπάθεια από το 1996 - 2000, με την κυβέρνηση Σημίτη. Αφήνοντας πάντοτε άθικτο τον «πυρήνα του συστήματος διαφθοράς».
Οι κατά καιρούς εκσυγχρονιστές επιχειρούσαν να «βελτιώσουν» τη μεταπρατική λειτουργία του δάνειου κρατικού σχήματος, αλλά δεν διανοήθηκαν ποτέ τις ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις που θα έβαζαν τέλος στον μιμητικό χαρακτήρα του πολιτεύματος και θα το προσάρμοζαν στις ιδιαίτερες ανάγκες, στην ιδιοσυγκρασία και στους ιστορικούς εθισμούς του Ελληνα. Και επειδή παρέκαμπταν πάντοτε αυτόν τον εκ καταγωγής του κράτους θεμελιώδη παράγοντα της κακοδαιμονίας και της καθυστέρησης, άφηναν άθικτες και τις πιο τυπικές τους συνέπειες: την πατρωνία, τις πελατειακές σχέσεις, τη διαπλοκή, τη διαφθορά.
Το βιβλίο καταδείχνει τεκμηριωμένα ότι η φαυλοκρατία στην Ελλάδα έφτασε στο απόγειο, στην ολοκλήρωση και κορύφωσή της, με το παπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ. Θα πρόσθετα: και με τις Νεοδημοκρατικές του απομιμήσεις του 1990 - 1993 και 2004 - 2009. Αλλά αυτή η κορύφωση μοιάζει να οδήγησε σε μιαν αυτονόμηση των μηχανισμών της φαυλότητας ανεξέλεγκτη πια από την κομματική πατρωνία: Η καταγραφόμενη ως «κρίση του δικομματισμού» είναι η κατάσταση ομηρείας στην οποία έχουν περιέλθει οι επαγγελματίες της εξουσίας. Το διαγούμισμα του κράτους οδήγησε σε έναν ξέφρενο δανεισμό που έχει καταλήξει σε εκποίηση του κράτους στους δανειστές του και αδυναμία των φαυλοκρατών να εξαγοράζουν ψήφους με ληστεία του κρατικού κορβανά. Οι παροχές της Ε.Ε., που υποκατέστησαν ως αντικείμενο καταλήστευσης το κοινωνικό χρήμα, μοιάζει να τελειώνουν. Και για το ξεπούλημα κοινωνικής περιουσίας το ανυπόληπτο κράτος δεν βρίσκει πια αγοραστές (βλ. περίπτωση «Ολυμπιακής») ή βρίσκει μπροστά του τον εισαγγελέα (βλ. τη συμπαιγνία της εξουσίας με τους βατοπεδινούς αερονύχηδες). Ταυτόχρονα, οι κυβερνώντες είναι όμηροι και της συνδικαλισμένης αδηφαγίας των χορτασμένων, που απαιτούν συνεχώς περισσότερες επιδοτήσεις, συνεχώς αυξανόμενες παροχές.
Μακάρι να διαβαστεί το πολύτιμο βιβλίο, να κριθεί, να συζητηθεί.
Αναδημοσίευση από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ