«Μαλακή» ή «έξυπνη» ισχύς και σύγχρονη διεθνής πολιτική

Παναγιώτης Ήφαιστος, Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, Πανεπιστήμιο Πειραιώς

Για ένα διεθνολόγο είναι πλέον πειθαναγκαστικό να συνεκτιμά τον διανεμητικό ρόλο της στρατηγικής μαλακής ισχύος που λίγο πολύ όλα τα κράτη εφαρμόζουν.

4 είναι τα εργαλεία:

Πρώτον, οι επίσημες διακηρύξεις της στρατηγικής των κρατών. Σήμερα γνωρίζουμε επαρκώς το πώς η μαλακή ισχύς ενσωματώνεται οργανικά ως μέσο στην αμερικανική στρατηγική. Μπορεί να μην γνωρίζουμε συγκεκριμένες απόρρητες πτυχές αλλά ξέρουμε ότι δεν υπάρχει εφαρμογή στρατηγικού σχεδίου που να μην εμπεριέχει αυτές τις πτυχές σε πολύ ισχυρές δόσεις.

Δεύτερον, αποκαλύψεις που γίνονται κατά καιρούς λόγω διαρροών αρχείων ξεχωριστές περιπτώσεις εκ των οποίων είναι αναμφίβολα η περίπτωση του σχεδίου Αναν και η πορτοκαλί επανάσταση στην Ουκρανία.

Τρίτον από ακρομυθίες κυβερνητικών εκπροσώπων μεγάλων δυνάμεων, από απομνημονεύματα παιχτών της στρατηγικής τους, από ομολογίες αξιωματούχων μετά από δημόσιες δίκες και από ακαδημαϊκές ομολογίες όπως οι συνάδελφοι αμερικανοί νεοφιλελεύθεροι οι οποίοι όταν στελέχωσαν την αμερικανική κυβέρνηση την δεκαετία του 1990 μίλησαν πιο ελεύθερα για το τι ρόλο διαδραματίζει η στρατηγική μαλακής ισχύος στην στρατηγική των κρατών τους (που υπηρετούν με πίστη και νομιμοφροσύνη και γι’ αυτό θεωρούν φυσιολογικό να μιλούν έτσι).

Τέταρτον, εκ του αποτελέσματος όταν πλέον η στρατηγική επιτυγχάνει και οι δράστες που επιστρατεύονται μεταμφιέζοντας προπαγάνδα με ακαδημαϊκούς μανδύες αφελώς νομίζουν ότι «η επιτυχία δικαιώνει» και ότι μπορούν πλέον να προσχωρούν δημόσια με τον νικητή λέγοντας με περηφάνια ότι συμμετείχαν στην εκπλήρωση της μεγάλης επιτυχίας.

Την καλύτερη περίπτωση που γνωρίζω, είναι αυτή του σχεδίου Αναν και τις χρηματοδοτήσεις που οι υπηρεσίες των ΗΠΑ και της Βρετανίας διοχέτευσαν με διάφορους τρόπους.

Αν το σχέδιο Αναν επιτύγχανε ή αν επανέλθει και επιτύχει δεν θα κρύβονται αλλά θα υπερηφανεύονται για τον ρόλο τους. Αυτό βεβαίως δεν αναιρεί την ορθότητα της αντικειμενικής και επαληθευμένης επιστημονικής παρατήρησης.

Η δική του απόδοση της φράσης «soft-power» ως «μαλακή ισχύς» ίσως να μην αποδίδει σωστά την σχετική στρατηγική μερικών μεγάλων δυνάμεων.

Φίλος μεταφραστής: από τα συμφραζόμενα αποδίδεται ως αόρατη ή υπόγειας προπαγάνδας, ύπουλης ή επί σκοπώ διασποράς αντιλήψεων και διασποράς ή διάδοσης δόλιων αντιλήψεων”.

Είναι πολυσχιδής όρος με πολλές κατά περίπτωση έννοιες.

Μπορεί να σημαίνει μια πολύ θεμιτή καλλιέργεια των εθνικών συμφερόντων ενός κράτους εκ μέρους των διπλωματών που συνομιλούν ή και φιλοξενούν δημοσιογράφους και πολιτικά πρόσωπα μέχρι την επιστράτευση επί πληρωμή πολιτών άλλων κρατών προδίδουν την πατρίδα τους.

Ενδιαμέσως υπάρχει ένα μεγάλο φάσμα δρώντων που μπορεί να κυμαίνεται από μαθητές που ανεπίγνωστα εξωθούνται να κάψουν το κέντρο μιας πόλης μέχρι ένα καθηγητή Πανεπιστημίου όπως ο υποφαινόμενος που επειδή πιστεύει σε κάτι ή επειδή πληρώνεται σε αυτό από κάποιο διεθνικό δρώντα, για παράδειγμα τον George Soros, λέει πράγματα τα οποία αν και χωρίς το παραμικρό επιστημονικό κύρος θα μπορούσαν να είναι φοβερή προπαγάνδα προς όφελος του ενός ή άλλου κράτους.

Θα μπορούσα για παράδειγμα να σας λέω με επιστημονικοφανείς και σπουδαιοφανείς επιφυλλίδες το βολικό για το βολικό για τις ηγεμονικές δυνάμεις θεώρημα ότι οι δημοκρατίες δεν πολεμούν ή ότι πολεμούν λιγότερο.

Έτσι, θα ρίχνω στάχτη στα μάτια όσων τηλεθεατών κάθε βράδυ ανοίγουν την τηλεόραση και βλέπουν φοβερά εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας όλα από δημοκρατικές ηγεμονικές δυνάμεις.

(Μετά από χρόνια φτάνουν τα Τούρκικα πλοία στο Σούνιο και ψάξε να βρεις τι έλεγε ο κάθε Ήφαιστος πριν δέκα χρόνια σε κάποια επιφυλλίδα του στην Καθημερινή ή στα Νέα).

Η νέα αμερικανίδα υπουργός εξωτερικών στον λόγο της ενώπιον του Κογκρέσου πριν μερικές μέρες μίλησε για «έξυπνη ισχύ» (smart power) που εκτιμώ ότι δεν είναι κάτι διαφορετικό από το soft power παρά μόνο υποδηλώνει μια πιο πυκνή και πιο εντατική και διευρυμένη ενσωμάτωση πρακτικών της μαλακής ισχύος στην διεθνή πολιτική της χώρας αυτής.

Ένα δηλαδή πιο εξεζητημένο τρόπο για να πείθονται τρίτες κοινωνίες και τα πολιτικά και πνευματικά ελίτ για την σκοπιμότητα συγκεκριμένων αμερικανικών σχεδίων που εξυπηρετούν τα αμερικανικά στρατηγικά συμφέροντα.

Η μαλακή ισχύς σχετίζεται με μύρια κεντρικά ζητήματα της μελέτης των διεθνών σχέσεων και ιδιαίτερα των στρατηγικών σπουδών, μεταξύ άλλων, με την έμμεση προσέγγιση, την εξαπάτηση, τα κριτήρια και τις μεθοδεύσεις της κατανομής ισχύος, την δημιουργία συμμαχιών ή την υπονόμευση των συμμαχιών των αντιπάλων και την κατατριβή εχθρών ή και φίλων για να ελεγχθεί η αλλάξει η κατανομή ισχύος σύμφωνα με τις ανάγκες υπερπόντιων εξισορροπήσεων των ανελέητων ηγεμονικών αντιπαραθέσεων.

Η ουσία είναι ότι η συζήτηση για την μαλακή ισχύ αφορά την δύναμη των κρατών, τους σκοπούς, τα μέσα και τον τρόπο τα μέσα μεγιστοποιούν την ισχύ για να επιτευχθούν οι σκοποί με λιγότερους πόρους.

Είναι δηλαδή, ένα κεντρικό ζήτημα της στρατηγικής ανάλυσης.

Το ίδιο ζήτημα βρίσκεται στον πυρήνα της θεωρίας της αποτρεπτικής στρατηγικής.

Το πώς δηλαδή με παραστάσεις που δημιουργούν πλήθος θέσεων, κινήσεων, παραπλανητικών πληροφοριών, επιδείξεων ισχύος, μπλόφας για την ισχύ που διαθέτει κανείς και λόγια που θρέφουν κάθε λογής αμφιβολίες στον αντίπαλο, εξοικονομούν πόρους.

Βέλτιστη στρατηγική, συνηθίζουμε να λέμε, είναι εκείνη που οι πόροι που δεσμεύονται στην εκπλήρωση ενός στρατηγικού σκοπού είναι ακριβώς αυτοί που απαιτείται από το είδος της απειλής ή του συμφέροντος που διακυβεύεται.

Ταυτόχρονα, λένε οι αγγλοσάξονες, μέγιστη αποτρεπτική τέχνη είναι να κερδίζεις με το να φοβερίζεις παρά με ο να πολεμάς: «you better win by fright instead of fighting».

Ενόσω υπάρχουν αίτια πολέμου σ’ ένα διεθνές σύστημα όπου απουσιάζει μια κυβέρνηση των κυβερνήσεων (δηλαδή ένα σύστημα αποτελεσματικής συλλογικής ασφάλειας που θα διασφαλίζει την ανεξαρτησία των μελών-κρατών) η ισχύς θα συνεχίζει να είναι διαμορφωτικής και διανεμητικής σημασίας.

Η στρατηγική εξοικονόμησης πόρων με επηρεασμό της βούλησης των αντιπάλων ούτως ώστε να επιφέρεις το ίδιο αποτέλεσμα που σε διαφορετική περίπτωση θα απαιτούσε πολλαπλάσιους σπάνιους πόρους και μεγάλα πολεμικά μέσα –κύριος σκοπός της στρατηγικής του soft power–, δεν είναι κάτι νέο στις σχέσεις των κρατών.

[Χωρίς να υπεισέλθω σε ζητήματα ελληνικού ενδιαφέροντος που αφορούν την εξώθηση της Ελλάδας προς μια κατευναστική στρατηγική ή υπόνοιες που ακόμη δεν μπορούν να τεκμηριωθούν για τα αίτια κάποιων πρόσφατων γεγονότων στην Ελλάδα, θα εστιάσω τώρα με συντομία το ενδιαφέρον στις ακαδημαϊκές πληροφορίες για το ζήτημα της μαλακής ισχύος].

Οι περισσότεροι γνωρίζουν τις αναλύσεις των Robert Keohane και Joseph Nye και αρκετά άρθρα και βιβλία του τελευταίου για την μαλακή ισχύ. Αυτό που θα ήθελα να τονίσω για αυτά τα πολύ διαδεδομένα και πολύ παρεξηγημένα κείμενα είναι δύο πτυχές.

Η πρώτη είναι ότι εντάσσονταν στην λανθασμένη και σήμερα ολοκληρωτικά αναιρεμένης αντίληψης περί δυνατότητας ύπαρξης ενός νομιμοποιημένου ήπιου ηγεμονισμού.

Τα μέσα, υποστήριζαν στις παλιές καλές φιλελεύθερες γραμμές περί «παγκόσμιας αρμονίας συμφερόντων» που αναιρέθηκαν από τον Edward H. Carr εδώ και μισό αιώνα, μπορεί να είναι τα μέσα ορθολογιστών εμπόρων ενός μεγάλου πλανητικού πλέγματος αλληλεξάρτησης που διερεύνησαν με θαυμαστή ακρίβεια τις δεκαετίες του 1970 και 1980.

Ο ήπιος ηγεμονισμός βασικά ήταν οι επεμβάσεις των δεκαετιών του 1990 και του 2000 στις οποίες οι αμερικανοί συνάδελφοι διαδραμάτισαν σημαντικό επιτελικό ρόλο ως ανώτατοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι. Το φιάσκο του Αφγανιστάν και του Ιράκ νομίζω μιλά από μόνο του.

Η δεύτερη, είναι οι λανθασμένες χρήσεις που έκαναν όσον αφορά τον ρόλο της διεθνούς πολιτικής οικονομίας. Ενάντια σε θέσεις αναλυτών όπως ο Robert Gilpin που τόνιζαν τον ρόλο των διεθνών θεσμών οι νεοφιλελεύθεροι ανάμειξαν τις γνωστές διαπιστώσεις περί ηγεμονικής σταθερότητας και των συνεπειών που προκύπτουν από τις οικονομικές κυμάνσεις με τα ίδια ιδεολογήματα περί ήπιου ηγεμονισμού και με τις λανθασμένες απόψεις τους για τον ρόλο της διεθνούς πολιτικής οικονομίας[1].

Όπως πολύ χαρακτηριστικά γράφει ο John Mearsheimer παραπέμποντας στον ίδιο τον Nye που έγραψε: «Τέτοιου είδους κλισέ δείχνουν ελλιπή και στενόμυαλη ανάλυση … Η πολιτική και η οικονομία συνδέονται. Τα διεθνή οικονομικά συστήματα εδράζονται στην διεθνή πολιτική τάξη»[2].

Και όμως, αυτά που ακούσαμε εδώ στην Ελλάδα περί τέλους της γεωπολιτικής και έλευσης της γεωοικονομίας δεν έχουν προηγούμενο.

Οι Keohane, Nye, et al, όμως είναι «ήπιες περιπτώσεις» αξιολογικών θέσεων περί «μαλακής ισχύος» και με θέσεις υπέρ μιας όπως την έλεγα ήπια ηγεμονική στάση που θα εκπλήρωνε τους σκοπούς των ΗΠΑ αλλά και που θα έφερνε μεγαλύτερη σταθερότητα. Οι σκληρές θέσεις για την μαλακή ισχύ εντοπίζονται σε άλλους αναλυτές πολλοί από τους οποίους είναι βαθιά αναμεμιγμένοι με την εθνική στρατηγική των ΗΠΑ.

Το βασικό σκεπτικό όπως διακηρύσσεται σε δηλώσεις, άρθρα και βιβλία που συγκροτούν πλέον μια επιστημονικά πολύ αξιόλογη βιβλιογραφία που παραθέτει θέσεις και περιπτωσιολογικές θεμελιώσεις, είναι ότι ο σκληρός πυρήνας χάραξης και εφαρμογής της στρατηγικής των ηγεμονικών δυνάμεων εμπεριέχει ισχυρές δόσεις επηρεασμού της θέλησης τρίτων κοινωνιών που μεθοδεύεται κάτω από την ομπρέλα του όρου «soft power».

Το κεντρικό αιτούμενο είναι: Εκπλήρωση του ίδιου σκοπού που θα επιτυγχανόταν με στρατιωτικά μέσα με τρόπους που ελέγχουν την βούληση και την θέληση της κοινωνίας, της ηγεσίας και των ηγετών μιας χώρας και την εκπλήρωση των πολιτικών στόχων με όσο το δυνατό λιγότερο κόστος.

Όπως μαθαίνουμε από περιπτωσιολογικές μελέτες της μεταψυχροπολεμικής εποχής αλλά και από αναλυτές και αξιωματούχους της μαλακής ισχύος που ειδικεύονται στο λεγόμενο «non violent conflict», ή πιο εκλαϊκευμένα στα «μεταμοντέρνα πραξικοπήματα», υιοθετούνται όλα τα μέσα όπως κινητά τηλέφωνα, ηλεκτρονικά μηνύματα, ηλεκτρονική παραπληροφόρηση με exit polls που δημιουργούν εικόνα νοθείας σε εθνικές εκλογές ενός κράτους-στόχου[3], αρθρογραφία που παραπλανεί για τους πραγματικούς σκοπούς, ελεγχόμενη διείσδυση σε ομάδες διανοουμένων, ελεγχόμενη διείσδυση σε αναρχικές ομάδες, ελεγχόμενη διείσδυση στα μέσα ενημέρωσης και ελεγχόμενη στα πανεπιστημιακά ιδρύματα κοινωνικών επιστημών.

Το σημαντικότερο όμως μέσο είναι πλέον οι διεθνικοί μη κυβερνητικοί δρώντες. Όπως χαρακτηριστικά παρατηρούν οι Peter Ackerman and Christopher Kruegler στο κλασικό πλέον κείμενό τους Strategic Nonviolent Conflict που προλογίζεται από τον Thomas Schelling, ότι οι ΜΚΟ διαδραματίζουν πλέον πρωτεύοντα ρόλο στην παραγωγή στρατηγικής ισχύος μιας δυνάμεως και ότι «έχουν ιδιότητες οι οποίες τους καθιστά εξαιρετικά κατάλληλους για να προωθηθούν επ’ αμοιβή με μη βίαιο τρόπο διενέξεις» οι οποίες θα λειτουργήσουν διανεμητικά και θα εκπληρώσουν συγκεκριμένους στρατηγικούς σκοπούς[4].

Η πρόκληση επί τόπου σε μια ξένη χώρα αντίστασης και επεισοδίων, γράφουν επίσης, έχει ως συνέπεια να κινητοποιούνται οι πολίτες κατά μιας πιθανής εισβολής ή το αντίθετο.

Παραθέτουν ένα πραγματικά πλούσιο ρεπερτόριο μέσων, σκοπών, μεθοδεύσεων, κλιμακώσεων συνδυασμών με χρήση εξωτερικής βίας και εξωτερικών παρεμβάσεων που διανθίζουν με άφθονες περιπτωσιολογικές αναφορές παλαιότερες και πιο σύγχρονες.

Οι πιο σύγχρονες ονομάζονται πλέον στην βιβλιογραφία ως μεταμοντέρνες πρακτικές με περιπτωσιολογικά πλαίσια αναφοράς την Σερβία μετά τον Ψυχρό Πόλεμο[5], την πορτοκαλί επανάσταση και τα επεισόδια στο Τιαν Μεν στην Κίνα.

Στους θεσμούς που είναι απόλυτα ενσωματωμένοι στην εθνική στρατηγική των ΗΠΑ συμπεριλαμβάνεται μια πολύ μεγάλη αλυσίδα ιδρυμάτων στις ΗΠΑ και στο εξωτερικό.

Τα ανά τον κόσμο ιδρύματα Σόρος διαδραματίζουν ένα από τους πιο μυστήριους αλλά πασίδηλους ως προς τα αποτελέσματά τους ρόλους. Στο εσωτερικό των ΗΠΑ τα ιδρύματα που δεδηλωμένα συνεργάζονται με το Πεντάγωνο είναι εκατοντάδες και στενά ενορχηστρωμένα ως μηχανισμοί προπαγάνδας και προτάσεων πολιτικής στις ΗΠΑ και στο εξωτερικό.

Ο Δρ Ackerman, για παράδειγμα, είναι ιδρυτής του International Center on Nonviolent Conflicts of Washington, DC, του οποίου πρόεδρος ήταν ο πρώην αξιωματικός Jack DuVall και ο οποίος μαζί με τον πρώην διευθυντή της CIA James Woolsey, διεύθυναν το Arlington Institute of Washington, το οποίο δημιουργήθηκε από τον σύμβουλο ναυτικών επιχειρήσεων John L. Peterson με σκοπό επαναδιατυπωθεί το δόγμα εθνικής ασφάλειας με πιο διευρυμένο τρόπο και συγκεκριμένα με προώθηση κοινωνικών πεποιθήσεων σχετικών με τον αμυντικό σχεδιασμό[6].

Τόσο στην Βρετανία όσο και στις ΗΠΑ, επίσης, αναλυτές συχνά συνεργάζονται με τις υπηρεσίες της χώρας τους και επεξεργάζονται μεθόδους πρόκλησης πολιτικών αποτελεσμάτων με κείμενα που αφορούν την ψυχολογία των μαζών, την επιστράτευση της τέχνης και της μουσικής για την πρόκληση εξεγέρσεων και την δημιουργία ψευδών παραστάσεων περί παγκοσμιότητας[7].

Η Madeleine Albright που έγινε πρόεδρος του National Democratic Institute σε δήλωσή της το 2000 παραδέχθηκε σχετικά με την Σερβία: "Your work with the National Democratic Institute and the Yugoslav opposition contributed directly and decisively to the recent breakthrough for democracy in that country . . . This may be one of the first instances where polling has played such an important role in setting and securing foreign policy objectives[8]"

Υπό ένα γενικότερο πρίσμα, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η στρατηγική μαλακή ισχύς (soft power) απέκτησε εξαιρετικά μεγάλη σημασία και ενσωματώθηκε πλήρως στην εθνική στρατηγική των ηγεμονικών δυνάμεων.

Η πτώση της Σοβιετικής Ένωσης δεν τερμάτισε αυτές τις πολιτικές. Το αντίθετο, τις εντατικοποίησε.

Επιπλέον, η ανάπτυξη των τεχνολογιών και της αλληλεξάρτησης αύξησε τις δυνατότητες των ισχυρών δυνάμεων για διείσδυση, απόκτηση ερεισμάτων, απόκτηση πληροφοριών και στήσιμο μηχανισμών ελέγχου κρατών-στόχων.

Οι μηχανισμοί αυτοί απέκτησαν ένα τεράστιο χώρο ελιγμών και εμπέδωσης παραστάσεων που συμφέρουν την στρατηγική μεγάλων κρατών τις τελευταίες δεκαετίες λόγω αλματώδους αύξησης των λεγόμενων «κοινωνικών» «επιστημών» («ιστορία», «διεθνείς σχέσεις», «κοινωνιολογία», «κοινωνική» ψυχολογία, «εθνολογία» κτλ) και των εξω-ακαδημαϊκών «ιδρυμάτων» «προτάσεων πολιτικής» (δηλαδή προπαγάνδας).

Τόσο τα πρώτα όσο και τα δεύτερα μπορούν να γίνουν βιομηχανίες πολιτικής επιρροής και απόλυτου πολιτικού ελέγχου μιας κοινωνίας.

Ενώ δεν αποκλείεται σε αυτά τα ιδρύματα να υπάρξουν μελέτες υψηλών προδιαγραφών μπορούν εύκολα να μετατραπούν σε μηχανισμό κοσμοθεωρητικής αποδόμησης και συνειδησιακής απονεύρωσης των κοινωνιών-στόχων.

Αυτές οι πολιτικές βρίσκονται πλέον στον πυρήνα της στρατηγικής των μεγάλων δυνάμεων και η θεωρία διεθνών σχέσεων –ιδιαίτερα η στρατηγική ανάλυση– απαιτείται να τις συνεκτιμήσει δεόντως.

Πολύ περισσότερο θα πρέπει να τις κατανοήσουν, βεβαίως, τα θεσμικά και πολιτικά ελίτ ενός κράτους.

Ίσως αρκεί για τις ανάγκες της σύντομης παρουσίασής μου η παράθεση εδαφίου από ανάλυση των αμερικανών διεθνολόγων Katzenstein, Keohane και Krasner, όταν γράφουν ότι «Iσχυρότερα κράτη είναι δυνατό να κατορθώσουν να αλλάξουν τις παραστάσεις με βάση τις οποίες οριοθετούνται οι ιδεολογικές πεποιθήσεις σε λιγότερο ισχυρά κράτη ή ηττημένες πολιτείες. Oι Hνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα, πίεσαν συστηματικά και επίμονα για τη διάδοση συγκεκριμένων πεποιθήσεων ως προς το πώς πρέπει να είναι το όραμα της διεθνούς κοινωνίας [που τις συνέφερε] μετά τον B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ανανέωσαν και το αναζωογόνησαν την μεταψυχροπολεμική εποχή. O σκοπός δεν ήταν απλώς να προωθήσουν συγκεκριμένους στόχους, αλλά να αλλάξουν τον τρόπο με τον οποίο οι συγκεκριμένες κοινωνίες βλέπουν τα οικεία συμφέροντα. H έμφαση αυτού που ο Nye ονομάζει “μαλακή ισχύς” σχετίζεται τόσο με ρεαλιστικούς φόβους [κατανομής ισχύος] για τη σχετική ισχύ όσο και με την [“κριτική”] κονστρουκτιβιστική ανάλυση για συλλογικά πιστεύω, πεποιθήσεις και ταυτότητες»[9].

Ολοκληρώνοντας και σε αναφορά με τους κριτικούς κονστρουκτιβιστές θα έλεγα ότι η σημαντικότερη περίπτωση εγχειρήματος των αγγγλοαμερικανών για ολοκληρωτική κατάληψη ενός κράτους είναι η Κυπριακή Δημοκρατία και η πλεκτάνη Αναν για την οποία οι αμερικανοί διέθεσαν δεκάδες εκατομμύρια δολάρια. Οι προγενέστερες περιπτώσεις της Σερβίας, Ουκρανίας, Κοσόβου και αλλού έχουν διερευνηθεί αρκετά. Η περίπτωση της Κύπρου όχι, αν και υπάρχει αφθονία δημόσιων πηγών και εγγράφων που διέρρευσαν.

Αρκεί μόνο να πω ότι στελέχη του λεγόμενου πνευματικού χώρου που κηρύττουν ότι είναι «κριτικοί κονστρουκτιβιστές» βρέθηκαν στην επιστρατευμένη ουρά των υπηρετών σε επιμορφωτικά-συμμορφωτικά «σεμινάρια πολιτειότητας», σε διεθνικά παρασυνέδρια στην Ελλάδα και στο εξωτερικό που προετοίμαζαν το σχέδιο Αναν, με επιφυλλίδες, με διεθνικούς ΜΚΟ που διέθεταν άφθονα λεφτά για προπαγάνδα και με μελέτες που έστηναν ένα ψεύτικο ωραιοποιητικό σκηνικό του επερχόμενου φασισμού.

Καταληκτικά, νομίζω ότι όποιος προχωρεί στην εμπειρική θεμελίωση της θεωρίας διεθνών σχέσεων και ιδιαίτερα την εξέταση στρατηγικών πτυχών της διπλωματίας μιας χώρας δεν έχει την πολυτέλεια, πλέον, να μην συμπεριλάβει αυτές τις πτυχές που είναι σημαντικό μέρος της εθνικής στρατηγικής των δυνάμεων και που επενεργεί διανεμητικά εξοικονομώντας χρήμα και αίματα.

Το παλιό “win by fight” έγινε με την καλλιέργεια της αποτρεπτικής στρατηγικής “win by fright” και τα τελευταία χρόνια: “in order to win without fight or fight you should win by fraud, deception and bribe”.

Είναι αποδοτικό. Επιπλέον είναι χρηματικά πολύ οικονομικό γιατί τα μέσα πλέον αφθονούν και είναι διάσπαρτα και εύκολα διάσπαρτα: Υπάρχουν μερικές δεκάδες χιλιάδες δήθεν διεθνολόγοι, ιστορικοί, πολιτειολόγοι, κριτικοί κονστρουκτιβιστές και διεθνικοί περιπατητές που ευκόλως για μια χούφτα δολάρια μεταμφιέζουν την έξυπνη ηγεμονική ισχύ με μεγαλόστομους και σπουδαιοφανείς όρους και έννοιες και την πουλούν ως έγκυρη και αξιόπιστη επιστημονική ανάλυση.

Σ’ αυτούς δεν συμπεριλαμβάνω τους Πολιτικούς Ρεαλιστές, την μόνη δηλαδή επιστημονική και μη προπαγανδιστική ανάλυση των διεθνών σχέσεων.

__________________________________________________________

[1] Η γεωοικονομία ήταν και συνεχίζει να είναι πάντοτε μέρος της γεωπολιτικής ανάλυσης. Έλληνες συγγραφείς εντυπωσιασμένοι από τους όρους αυτούς αλλά άσχετοι με το επιστημονικό κεκτημένο αμέσως έσπευσαν να υιοθετήσουν τα αμερικανικά προπαγανδιστικά ιδεολογήματα περί γεωοικονομίας για να πουν περίπου ότι η πολιτική της ισχύος στον «σύγχρονο κόσμο» τελείωσε. Μόνο κατευνασμός και οικονομικές συναλλαγές φτάνουν.

[2] Joseph Nye, στο East Asian Security, Foreign Affairs, 74, no 4, July-August 1995 σ. 90-1. Το εντός εισαγωγικών μεταφρασμένο εδάφιο στα ελληνικά από την ελληνική μετάφραση του βιβλίου του John Mearsheimer, Η τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων (Ποιότητα, Αθήνα 2007), σ. 727.

[3]

[4] Βλ. Peter Ackerman and Christopher Kruegler, Strategic Nonviolent Conflict, (Westport,Connecticut: Praeger, 1994) σ. xxi. Για μια προσβάσιμη βιβλιοκριτική βλ. Σε ομιλία του στο State Department stiw 29 Ιουνίου 2004 ο Ackerman είπε ότι «youth movements, such as those used to bring down Serbia, could bring down Iran and North Korea, and could have been used to bring down Iraq -- thereby accomplishing all of Bush's objectives without relying on military means. And he reported that he has been working with the top US weapons designer, Lawrence Livermore Laboratories, on developing new communications technologies that could be used in other youth movement insurgencies. "There is no question that these technologies are democratizing" αναφερόμενος στην Κίνα. Παρατιθέμενος στο J. Mowat, http://onlinejournal.com/artman/publish/article_308.shtml

[5] Για την Σερβία ο Ackerman γράφει χαρακτηριστικά «πώς οι φοιτητές έριξαν τον δικτάτορα χωρίς ούτε ένα πυροβολισμό». By PETER ACKERMAN, How Serbian students brought dictator down without a shot fired, http://www.natcath.com/NCR_Online/archives/042602/042602y.htm.

[6] Βλ. J. Mowat, http://onlinejournal.com/artman/publish/article_308.shtml.

[7] Βλ. Dr. Emery reported in "The next thirty years: concepts, methods and anticipations,'' για την προσπάθεια ανατροπής του ντε Γκολ το 1967. Ο Dr. Howard Perlmutter, καθηγητής κοινωνικής αρχιτεκτονικής στο Wharton School λέει χαρακτηριστικά το 1991 ότι το βίντεο "rock in Katmandu" είναι ένα κατάλληλο παράδειγμα για το πώς κράτη με παραδοσιακές κουλτούρες θα μπορούσαν να αποσταθεροποιηθούν. Χαρακτηριστικά: There are two requirements, "building internationally committed networks of international and locally committed organizations,'' and "creating global events" through "the transformation of a local event into one having virtually instantaneous international implications through mass-media". Παρατίθεται στο http://onlinejournal.com/artman/publish/article_308.shtml.

[8] Madeline Albright, αναρτημένο στην ιστοσελίδα του ινστιτούτου τον Οκτώβριο 2000 http://www.ndi.org/about/newsletter/2002/1326_ww_newdemocs301.pdf , βλ. επίσης Mowat ό.π.

[9] “More powerful states may be in position to alter the conceptions that the weaker actors have of their own self interests, especially when economic and military power has delegitimated ideological convictions in weaker or defeated societies. The United States, for instance, pressed for a particular vision of the international society should be ordered after World War II and renewed and reinvigorated this project after the en of the Cold War. The goal was not simply to promote a particular set of objectives, but to alter how other societies conceived of their own goals. The emphasis on what Nye has called soft power engages both realist concerns about relative capabilities and constructivism’s focus on beliefs and identity”. [Katzenstein/Keohane/Krasner , International Organization, vol. 52. 4 1998 p. 673]