Tου Xρήστου Γιανναρά
Κάποιες δεκάδες χρόνια τώρα μοιάζει να μην υπάρχει πολίτης του ελλαδικού κράτους που δεν διερωτάται: Γιατί στη χώρα μας «γνωστοί - άγνωστοι» εγκληματίες (αναρχικοί, αντιεξουσιαστές, κουκουλοφόροι ή όποιας άλλης κατά καιρούς προσωνυμίας) είναι αδύνατο να συλληφθούν από την αστυνομία, αδύνατο να εφαρμοστούν σε αυτούς οι νόμοι, το Δίκαιο συντεταγμένης πολιτείας.
Μόλις προ ημερών: Η πλατεία Συντάγματος έρημη, περιμένει τη διαδήλωση που ανεβαίνει από τα Προπύλαια του Πανεπιστημίου. Στη γωνία της Σταδίου παρατεταγμένη ολόκληρη διμοιρία ΜΑΤ. Και στην απέναντι ακριβώς γωνία καταφθάνει ολιγάριθμη, ούτε εικοσάδα, ομάδα νεαρών. Με καλυμμένο το πρόσωπο, κράνη μοτοσικλετιστών, έτοιμες μολότωφ στο ένα χέρι και στο άλλο τσεκούρι ή λοστό ή πελώριο ρόπαλο. Από τη ζώνη τους κρέμεται μάσκα για τα δακρυγόνα. Απέχουν από τους αστυνομικούς όσα μέτρα είναι εκεί το φάρδος της Σταδίου – ελάχιστες δρασκελιές. Αλλά οι αστυνομικοί μόνο τους κοιτούν, δεν κινούνται. Ωσπου κάποιο τηλέφωνο χτυπάει και οι νεαροί φεύγουν τρέχοντας προς την Κλαυθμώνος.
Η ελλαδική ευφυΐα, τρεις δεκαετίες τώρα αναμασάει τα ίδια αφελή ερμηνευτικά στερεότυπα: Η αστυνομία είναι ανίκανη, δεν έχει την απαιτούμενη εκπαίδευση για να συλλάβει τους εγκληματίες. ΄Η: η αστυνομία δεν τους συλλαμβάνει, επειδή τους χρησιμοποιεί για να «ελέγχει»(!) τον αντιεξουσιαστικό χώρο. ΄Η: οι αστυνομικοί έχουν εντολή να μην τους συλλαμβάνουν, γιατί έτσι εκτονώνεται (όπως και με τον κρετινισμό των γηπέδων) μια περιθωριακή νεολαία.
Η αφέλεια των απαντήσεων γίνεται ευλογοφανέστερη από το γεγονός ότι η ανοχή της βίας, της τρομοκρατίας και του εγκλήματος δεν χαρακτηρίζει μόνο της αστυνομίας τη στάση. Ακόμα και όταν κάποιοι εγκληματίες συλληφθούν, θα αθωωθούν, κατά κανόνα, στο δικαστήριο. Μάρτυρες υπεράσπιστης θα συρρεύσουν μαζικά βουλευτές και κομματικά στελέχη της «προοδευτικής» παράταξης για να ανατρέψουν με ρητορικούς ακκισμούς κάθε λογική έννομης τάξης και κοινωνικής αυτοπροστασίας. Και οι ίδιοι οι μάρτυρες κατηγορίας αστυνομικοί θα σπεύσουν να ανακαλέσουν τις αρχικές ένορκες καταθέσεις τους.
Επιπλέον: Βλέπουμε οι πολίτες, χάρη στις δημοσιογραφικές κάμερες, ζωντανά αποτυπωμένο, αδιαμφισβήτητο το έγκλημα. Αστυνομικούς υπαλλήλους να λαμπαδιάζουν από βόμβες μολότωφ. Τους βλέπουμε να αμύνονται με πλαστικές ασπίδες και κλομπ απέναντι σε τσεκούρια, λοστούς, πελώρια ρόπαλα, σε βροχή από κομμάτια σπασμένο μάρμαρο που μεταφέρονται σε τσουβάλια για να εκσφενδονιστούν. Εμείς τα βλέπουμε, αρμόδιος εισαγγελέας δεν τα είδε ποτέ; Δεν θεωρεί την οπλοχρησία, τις αποτυπωμένες στο βίντεο απόπειρες ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως, έγκλημα στυγερό;
Με βεβαιωμένο στην κινηματογραφική του αποτύπωση το έγκλημα, οι κατά τόπους αρμόδιοι για αυτεπάγγελτη παρέμβαση εισαγγελείς ολιγωρούν. Και δεν παραπέμπεται κανένας εισαγγελέας να λογοδοτήσει για παράβαση καθήκοντος. Δεν βρέθηκε τόσα χρόνια πολίτης να καταθέσει μήνυση για τον άτολμο και παραβάτη των όρκων του εισαγγελέα – όπως μήνυσε κάποτε τους πρωταίτιους της δικτατορίας και τους οδήγησε στο εδώλιο ο πολίτης Αλέξανδρος Λυκουρέζος.
Κατά χρέος αξιώματος ο εισαγγελέας θα όφειλε να έχει ασκήσει σε πάμπολλες περιπτώσεις δίωξη και εναντίον ψοφοδεών πρυτάνεων που αρνούνται ή αποφεύγουν να κινήσουν τη νόμιμη διαδικασία κλήσης της αστυνομίας, όταν μπροστά στα μάτια τους καταστρέφεται, δηώνεται, πυρπολείται κοινωνική περιουσία – κτίρια και εξοπλισμός των δημόσιων πανεπιστημίων, θησαυρίσματα ερευνητικού μόχθου καθηγητών και φοιτητών. Βέβαια, εκλεγμένοι με κομματικά αλισβερίσια είναι οι πρυτάνεις, είκοσι εφτά χρόνια τώρα, τρέμουν να καλέσουν τους «μπάτσους» μήπως και χαρακτηριστούν «συντηρητικοί» από τις προστάτιδες του εγκλήματος «προοδευτικές» δυνάμεις. Και απορούμε οι πολίτες, με ποια κριτήρια αξιοπιστίας καλούνται, κάθε τρεις και λίγο, αυτοί οι a priori συμβιβασμένοι να κάνουν «διάλογο» με κάθε κυβέρνηση για να λυθούν τα προβλήματα της παιδείας!
Εκεί, στη λειτουργία της Δικαιοσύνης, φαίνεται ότι πρέπει να αναζητηθεί η απάντηση στο γιατί, επί τριάντα χρόνια, μένουν ασύλληπτοι, ατιμώρητοι, ασύδοτοι οι αυτουργοί δημόσια τελούμενων εγκλημάτων, μάστιγα βίας και τρομοκρατίας της ελλαδικής κοινωνίας. Οχι γενικά και αόριστα η ευθύνη στη λειτουργία της Δικαιοσύνης, αλλά πολύ ειδικά και συγκεκριμένα: Στην άρνηση ή ολιγωρία των δικαστικών λειτουργών να εφαρμόσουν τον νόμο για την προστασία των μαρτύρων κατηγορίας.
Για κάθε ταραξία που συλλαμβάνεται, πρέπει δύο αστυνομικοί υπάλληλοι της ομάδας που τους συνέλαβε να συντάξουν γραπτή κατάθεση μαρτυρίας για την ενοχή τους. Ομως οι ίδιοι αυτοί υπάλληλοι πρέπει επιπλέον να εμφανιστούν και στο δικαστήριο, στη δημόσια δίκη των κατηγορουμένων, να απαντήσουν στις ερωτήσεις των δικαστών και της υπεράσπισης. Και εκεί στοχοποιούνται. Το κατεστημένο της «προοδευτικής» τρομοκρατίας είναι απίστευτα οργανωμένο: μέσα σε ελάχιστο χρόνο έχουν εντοπίσει το σπίτι του αστυφύλακα, την οικογένειά του, το σχολείο των παιδιών του, πού σταθμεύει το αυτοκίνητό του (αν τυχόν έχει).
Οταν ενεργεί ενταγμένος στη διμοιρία του και εκτελώντας εντολές, όπως και όταν συντάσσει τη μαρτυρική του κατάθεση, ο αστυνομικός νιώθει την ασφάλεια και προστασία του κρατικού θεσμού τον οποίο υπηρετεί. Στο δικαστήριο εγκαταλείπεται μόνος, ολοκληρωτικά εκτεθειμένος στην εκδικητικότητα και στο θανάσιμο μίσος του οργανωμένου εγκλήματος. Εξω από την αίθουσα η συμπαράσταση στους κατηγορούμενους ουρλιάζει: «Μπάτσοι, Γουρούνια, Δολοφόνοι». Σκέφτεται τα παιδιά του, τη γυναίκα του, τον βιοπορισμό του που τον κερδίζει εκτεθειμένος κάθε μέρα στον θάνατο, στο μίσος, στη χλεύη. Αναιρεί την κατάθεσή του, ποιος στη θέση του δεν θα έκανε το ίδιο; Και ο εγκληματίας αθωώνεται.
Οσους αυτουργούς δημόσιων εγκλημάτων κι αν συλλάβει η αστυνομία, στο δικαστήριο θα απαλλαγούν. Εννομη τάξη, αίσθημα ασφάλειας των πολιτών, ελευθερία στη μετακίνηση, στη λειτουργία της αγοράς, στα σχολειά και στα πανεπιστήμια δεν πρόκειται να υπάρξει, αν δεν λειτουργήσει ο νόμος προστασίας των μαρτύρων στα δικαστήρια. Στην Ελλάδα σήμερα η κρατική κυριαρχία (θεσμικά οργανωμένη κοινωνική αυτοπροστασία) είναι φανερά περιορισμένη, κολοβωμένη. Το κατεστημένο της «προοδευτικής» τρομοκρατίας ελέγχει αποφασιστικά, με εκπληκτική μεθοδικότητα, τη λειτουργία του πολιτεύματος. Οι αυτουργοί των εγκλημάτων μοιάζουν μάλλον θλιβερά θύματα ποικίλων εκφάνσεων της κοινωνικής νοσηρότητας, αλλά ο οίκτος δεν μπορεί από μόνος του να λειτουργήσει θεραπευτικά ούτε και στα ψυχιατρεία.
Μια δημοκρατική κοινωνία πολεμάει τις αρρώστιες της με τους θεσμούς της. Θεσμούς αστυνόμευσης, δικαιοκρισίας, σωφρονισμού. Η παράκαμψη του νόμου για την προστασία των μαρτύρων στα δικαστήρια και η ολιγωρία των εισαγγελέων είναι καίρια κοινωνικά εγκλήματα, καίρια υπονόμευση της δημοκρατίας.
Αναδημοσίευση από την Καθημερινή