Xρήστος Γιανναράς
H λέξη «ιερό» δεν παραπέμπει αποκλειστικά σε θρησκευτικές προσλαμβάνουσες. Δήλωνε πάντα και ό,τι προκαλεί κοινό αίσθημα δέους, το σέβας όλων ή των πολλών. Ο τόπος ή τα σημάδια ενός με πανανθρώπινη σημασία κατορθώματος στο πεδίο των σχέσεων κοινωνίας, των πρωτοπόρων γνωστικών κατακτήσεων, της αποκαλυπτικής τέχνης, της θυσιαστικής ανιδιοτέλειας ήταν πάντοτε κάτι το «ιερό». Λειτουργεί το ιερό σαν μέτρο ή κριτήριο εντοπισμού μιας πραγματικότητας που τη νιώθουμε να μας υπερβαίνει, να ξεπερνάει την τύρβη της χρησιμοθηρίας και ιδιοτέλειας, να μην υποτάσσεται ούτε και στη γλωσσική αντικειμενοποίηση. Γι’ αυτό λειτούργησε η κοινή «αίσθηση του ιερού» και σαν άξονας αναφοράς της ευθύνης των ανθρώπων, μέτρο για να κρίνονται και να αξιολογούνται οι πράξεις, οι ποιοτικές ιεραρχήσεις.
Δύσκολο να οριστεί με έννοιες η «αίσθηση του ιερού» και ακόμη δυσκολότερο να καταστεί κοινό κτήμα. Χρειάζεται μακρά διαδοχή γενεών, ίσως για αιώνες πολλούς, προκειμένου να φτάσει να λειτουργεί σε μια κοινωνία η «αίσθηση του ιερού». Και αρκούν ελάχιστα χρόνια για να χαθεί αυτή η «αίσθηση». Από την αρχαία κιόλας εποχή και για αναρίθμητους ανθρώπους σε κάθε γωνιά του πλανήτη, η Αττική ήταν τοπίο ιερό: Εδώ γεννήθηκε το άθλημα της «πόλεως» και η «πολιτική» κοινωνία, άνθησε η κριτική σκέψη και η τέχνη η αποκαλυπτική του «αληθούς». Το φως, η βλάστηση, το χώμα και η θάλασσα δέθηκαν οργανικά με τα αρχαία χτίσματα και αγάλματα, με τους περιώνυμους τόπους των συλλογικών κατορθωμάτων –υπέβαλαν πανανθρώπινη την αίσθηση της ιερότητας. Αρκεσε μία και μόνη γενιά Νεοελλήνων με χαμένη την αίσθηση του ιερού (η γενιά της «ανοικοδόμησης» μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο) και η Αττική δεν υπάρχει πια ούτε σαν ιστορικό τοπίο ούτε σαν βιώσιμο φυσικό περιβάλλον.
Τον τελευταίο «θρήνο» για την Αττική τον έγραψε ο αρχιτέκτονας Δημήτρης Πικιώνης: «Γαίας ατίμωσις» («Κείμενα», εκδ. ΜΙΕΤ). Ο ίδιος πρόλαβε να διαμορφώσει τον χώρο γύρω από την Ακρόπολη και του Φιλοπάππου, και καυχόταν με συγκίνηση ότι η πολυτιμότερη ανταμοιβή γι’ αυτό το έργο του ήταν ο λόγος αλλογενούς ομοτέχνου του: «πέτυχες να αναδείξεις την ιερότητα του τοπίου». Λίγες δεκαετίες αργότερα, στη λεηλατημένη από το κάλλος της και την παράδοσή της Θεσσαλονίκη, ένας άλλος αρχιτέκτονας, ο Κυριάκος Κρόκος, κληροδοτούσε στην πόλη πολύτιμο αποτύπωμα αίσθησης του ιερού, το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού. Σήμερα, στο θαυμαστής σεμνότητας και αρχιτεκτονικής ιδιοφυΐας έργο του Κρόκου ασελγεί ανήκουστα μια Δημοτική Αρχή τυπικά βάνδαλων Νεοελλήνων: Κοτσάρει στο ζωτικό για την έξωθεν θέα του αρχιτεκτονήματος χώρο ένα θηριώδες, νεοπλουτίστικου επαρχιωτισμού Δημαρχείο, προσβολή βάναυση όποιου υπολείμματος αισθητικής και αξιοπρέπειας σώζει η Θεσσαλονίκη.
Γιατί όχι, αφού είναι πια χαμένη η αίσθηση του ιερού. Γιατί όχι, αφού έχει προηγηθεί, δίχως τον παραμικρό ξεσηκωμό αντίστασης ή διαμαρτυρίας, η κορυφαία ύβρις, μνημείο στο διηνεκές του ανίερου: το καινούργιο Μουσείο της Ακρόπολης των Αθηνών, ασέλγημα ελβετικό κατέναντι του Ιερού Βράχου, του ιερότερου στην ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού.
Δεν γινόταν αλλιώς, έχει νομοτέλεια η Ιστορία. Με κατεστραμμένη τελεσίδικα την Αττική, με την παρανοϊκά πολυώροφη τσιμεντένια λέπρα να πνίγει από παντού ασφυκτικά τον Ιερό Βράχο, να θάβει σε τριτοκοσμική αθλιότητα τα σημάδια της κλασικής Ελλάδας, δεν μπορούσε να υπάρξει συνεπέστερη έκφραση απώλειας κάθε αίσθησης του ιερού. Το Μουσείο που μας έστησε ο Ελβετός Bernard Tschumi είναι η ευστοχότερη χλεύη για τον παρακμιακό επαρχιωτισμό μας.
Κάπου πρέπει να χαρακτούν ανεξίτηλα τα ονόματα προέδρου και μελών της επιτροπής που προέκρινε τον εφιαλτικό αυτόν αρχιτεκτονικό θρίαμβο του ανίερου. Αλλά και το όνομα του θλιβερού υπουργίσκου που συγκρότησε, με ονόματα φανταχτερά για επαρχιώτες, την επιτροπή. Να αποτυπωθεί κάπου επώνυμα η αυτουργία της συλλογικής ντροπής, του κατεξευτελισμού μας των Ελλήνων. Με την απαλλακτική προσθήκη πως δεν γινόταν αλλιώς. Η αίσθηση του ιερού έχει χαθεί, σπιθαμιαίοι διαχειρίζονται τα πανανθρώπινου δέους αρχαία ίχνη του. Θέλανε οι διαχειριστές υποταγμένα τα εκθέματα του Μουσείου σε «μοδέρνα» τεχνολογικά «εφφέ» για την προτεραιότητα των εντυπώσεων (τουριστικά εμπορεύσιμων). Και στήσανε την εκτρωματική βλασφημία κατέναντι στην ιερότητα.
Είχε προλάβει να υποβάλει μελέτη για το Μουσείο της Ακρόπολης και ο Κυριάκος Κρόκος, πρόταση θαυμαστής προσαρμογής στην ιερότητα του χώρου και του εγχειρήματος. Της έδωσαν παρηγορητικό «έπαινο», δεν είχαν τουλάχιστον την ευστροφία να προφασιστούν ότι θα ήταν ανορθογραφία μέσα στην εκβαρβαρισμένη τερατούπολη.
Γιατί, πραγματικά, η Αθήνα σαρκώνει τον πιο εγκληματικό βανδαλισμό που συντελέστηκε ποτέ στην Ιστορία. Δεν είναι καν οικιστικός πια χώρος να ζουν, να κοινωνούν, να συμβιώνουν άνθρωποι. Είναι πρωταρχικά χώρος για να σταθμεύουν, στριμωγμένα παντού, αυτοκίνητα και να σωρεύονται σκουπίδια. Απρόσωπες τριτοκοσμικές πολυκατοικίες παρανοϊκά υπερυψωμένες και με συμπαγή «μεσοτοιχία» μεταβάλλουν τα στενάδια των δρόμων σε διαδρόμους φυλακής με πανύψηλα τείχη. Μαύρη κάπνα κολλημένη στις προσόψεις, ασχήμια και κιτσαριό, άναρχες αφισοκολλήσεις, θόρυβος ασίγαστος, οι ανθρωποκτόνοι μεταλλικοί κάνθαροι βόμβος νυχθήμερος πάνω στο σάπιο κουφάρι της πόλης.
Αυτόν τον εφιάλτη τον ερμηνεύει το νέο Μουσείο της Ακρόπολης, αποτυπώνεται εκεί η αιτία του εκβαρβαρισμού, της εξευτελιστικής παρακμής: η απώλεια της «αίσθησης του ιερού». Χτίσμα προορισμένο να στεγάσει απομεινάρια του πολιτισμού των σχέσεων της «κατά λόγον» κοινωνίας, του «πολιτικού» αθλήματος για τον «κατ’ αλήθειαν» βίο, χτίζεται και οργανώνεται με τα κριτήρια της ατομοκρατίας, της προτεραιότητας των υποκειμενικών εντυπώσεων, της ωφελιμοθηρίας. Δεν είναι ο μοντέρνος αρχιτεκτονικός ρυθμός που κάνει το χτίσμα ανίερο, είναι τα κριτήρια και το ήθος του σχεδιασμού, η ανυποψίαστη ασέβεια για τα εκθέματα που διολισθαίνει στην ασέλγεια.
Γι’ αυτό και βλέποντας το καινούργιο μουσειακό απόκτημα της πρωτεύουσας μπορεί ο υποψιασμένος να καταλάβει πολλά: Γιατί, λ.χ., σε αυτή τη χώρα οι «Αριστεροί» καίνε φασιστικότατα τις κάλπες της καθολικής φοιτητικής ψηφοφορίας, γιατί τα κοινά τα διαχειρίζονται μόνο ανίκανοι και ανυπόληπτοι, γιατί είναι αυτονόητο ο εφοριακός να χρηματίζεται, ο εργολήπτης να κλέβει, ο δημόσιος λειτουργός να εκβιάζει, το σχολειό να έχει διαλυθεί, η διπλωματία να σωρεύει ντροπές στη χώρα.
Αναθέσαμε σε Ελβετό να κραυγάσει ότι χάσαμε την αίσθηση του ιερού.
Αναδημοσίευση από την Kαθημερινή - Ημερομηνία δημοσίευσης: 08-06-08